Monticule είναι ουσιαστικό.
/fɒnˈtɪk.jʊl/
Η λέξη "monticule" αναφέρεται σε ένα μικρό λόφο ή ύψωμα, συχνά με μια φυσική ή τεχνητή προέλευση. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γεωλογικά ή τοπιογραφικά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της δεν είναι πολύ υψηλή, και συνήθως εμφανίζεται σε γραπτό λόγο παρά σε προφορικό.
Ο αρχαιολόγος ανακάλυψε έναν αρχαίο λόφο κατά τη διάρκεια της ανασκαφής.
They decided to build their house on the monticule for better views.
Αποφάσισαν να χτίσουν το σπίτι τους στον λόφο για καλύτερη θέα.
The monticule was covered in wildflowers during the spring.
Η λέξη "monticule" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορούμε να εξετάσουμε κάποιες φράσεις που αναφέρονται στη φύση ή τους λόφους:
Συναντήθηκαν στον λόφο κατά τη διάρκεια του ηλιοβασιλέματος, παρακολουθώντας τον ορίζοντα.
"The hikers took a break on the monticule, enjoying the view."
Οι πεζοπόροι έκαναν ένα διάλειμμα στον λόφο, απολαμβάνοντας τη θέα.
"Creating a garden on the monticule was a challenging task."
Η λέξη "monticule" προέρχεται από τα Γαλλικά, και συγκεκριμένα από το "monticulus", το οποίο σημαίνει "μικρός λόφος", και αυτό πάλι από τη λατινική λέξη "mons" που σημαίνει "βουνό".
Συνώνυμα: - Hillock - Mound - Knoll
Αντώνυμα: - Valley (κοιλάδα) - Plain (πεδιάδα) - Depression (κατάθλιψη)