Monumental mason: Ο όρος αυτός είναι ουσιαστικό (noun), και αναφέρεται σε ειδικότητα στο επάγγελμα του αγγειοπλάστη ή λιθογράφου που ειδικεύεται στη δημιουργία μνημείων και μεγάλων κατασκευών από πέτρα.
monumental mason: /ˌmɒn.jʊˈmɛn.təl ˈmeɪ.sən/
Ο όρος "monumental mason" αναφέρεται σε ειδικούς τεχνίτες που ασχολούνται με τη δημιουργία μεγάλων μνημείων, γλυπτών και άλλων αρχιτεκτονικών δομών. Οι μνημειακοί λιθογράφοι χρησιμοποιούν διάφορες τεχνικές και εργαλεία για να δουλέψουν με σκληρές πέτρες. Η χρήση του όρου εμφανίζεται πιο συχνά σε επαγγελματικά και τεχνικά κείμενα παρά στην καθημερινή συνομιλία.
Ο μνημειακός λιθόκτιστος έχει δουλέψει το μνημείο με μεγάλη προσοχή.
In the workshop, the monumental mason demonstrated his skills to the trainees.
Ο όρος "monumental mason" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να αναφερθεί σε φράσεις που συνδέουν την τέχνη της λιθοτεχνίας με την κληρονομία και την πολιτιστική κληρονομιά:
Ο μνημειακός λιθόκτιστος είναι ο φύλακας της ιστορίας μέσω της πέτρας.
A monumental mason can turn a simple block of stone into a masterpiece.
Ένας μνημειακός λιθόκτιστος μπορεί να μετατρέψει ένα απλό κομμάτι πέτρας σε αριστούργημα.
Thanks to the monumental mason, our ancestors' stories live on in stone.
Ο όρος "monumental" προέρχεται από τη λατινική λέξη "monumentum", που σημαίνει "μνημείο", ενώ η λέξη "mason" έχει γαλλικές και αγγλικές ρίζες που προέρχονται από την λέξη "mānsionem", που σημαίνει “χτίζω” ή “να δουλεύω με πέτρα”.
Συνώνυμα: - Stone mason (λιθόκτιστος) - Stonemason (λιθογράφος)
Αντώνυμα: - Demolisher (κατεδαφιστής) - Dismantler (αποσυναρμολογητής)
Αυτή η απάντηση καλύπτει πλήρως τον όρο "monumental mason". Αν χρειάζεστε περισσότερες πληροφορίες, παρακαλώ ενημερώστε με!