Mooring είναι ουσιαστικό.
/ˈmʊərɪŋ/
Η λέξη "mooring" αναφέρεται στη διαδικασία ή την κατάσταση της πρόσδεσης ενός πλοίου ή σκάφους στο λιμάνι ή σε μια άλλη σταθερή επιφάνεια ώστε να μην μετακινηθεί λόγω του ανέμου ή των κυμάτων. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τη ναυτιλία, τη θαλάσσια υποδομή και τη ναυτική τέχνη. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι κυρίως υψηλή σε γραπτά κείμενα που αφορούν τη ναυτιλία, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε σχετικές συζητήσεις.
The ship's mooring was secured before the crew went ashore.
(Η πρόσδεση του πλοίου ήταν εξασφαλισμένη πριν οι ναυτικοί αποχωρήσουν στην ξηρά.)
During the storm, the mooring lines held strong against the waves.
(Κατά τη διάρκεια της καταιγίδας, οι γραμμές πρόσδεσης κρατούσαν γερά ενάντια στα κύματα.)
The marina offers various options for mooring boats safely.
(Το μαρίνα προσφέρει διάφορες επιλογές για την ασφαλή πρόσδεση σκαφών.)
H λέξη "mooring" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν μερικές σχετικές με τη ναυτιλία και τη θαλάσσια ζωή:
To be at anchor and mooring - Meaning to be stable or calm in life.
(Για να είσαι σε αγκυροβόλιο και πρόσδεση - Σημαίνει να είσαι σταθερός ή ήρεμος στη ζωή.)
Mooring lines can be a lifeline - This phrase can mean that connections or relationships can provide stability and security.
(Οι γραμμές πρόσδεσης μπορούν να είναι μια σωτηρία - Αυτή η φράση μπορεί να σημαίνει ότι οι συνδέσεις ή οι σχέσεις μπορούν να προσφέρουν σταθερότητα και ασφάλεια.)
Η λέξη "mooring" προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "mor(e)ing", η οποία σχετίζεται με την παλαιότερη αγγλική λέξη "moran," που σημαίνει "να μετακινείς".
Συνώνυμα: - Docking - Berthing - Anchoring
Αντώνυμα: - Unmooring - Departing - Casting off