Το "moot" είναι επίθετο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως ρήμα (κυρίως στη νομική ορολογία).
/muːt/
Η λέξη "moot" αναφέρεται στην κατάσταση ενός ζητήματος που είναι αμφιλεγόμενο ή όχι απαραίτητο να εξεταστεί, συνήθως επειδή είναι θεωρητικό ή δεν έχει πρακτική σημασία στην παρούσα κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά συμφραζόμενα όταν μια υπόθεση ή το σημείο διαφωνίας δεν έχει νόημα να συζητηθεί, επειδή η απόφαση έχει ήδη ληφθεί ή δεν είναι πλέον επίκαιρη.
Το ζήτημα του αν ο νόμος ήταν δίκαιος είναι τώρα αμφισβητούμενο.
They decided that the previous arguments were moot and irrelevant.
Αποφάσισαν ότι οι προηγούμενες επιχειρηματολογίες ήταν αδιάφορες και άσχετες.
In light of the new evidence, the case is now moot.
Η συζήτηση σχετικά με το κόστος ζωής είναι ένα αμφισβητούμενο σημείο τώρα που έχει αυξηθεί τόσο δραστικά.
Moot court: A simulated court proceeding in which students argue hypothetical cases for educational purposes.
Στη νομική σχολή, οι φοιτητές συμμετέχουν σε αμφισβητούμενα δικαστήρια για να ασκήσουν τα νομικά τους επιχειρήματα.
Moot discussion: A discussion about a topic that no longer matters.
Η λέξη "moot" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "mōt," που σήμαινε "σύγκληση ή συνάντηση," και χρησιμοποιήθηκε για να αναφερθεί σε ζητήματα που συζητούνται ή είναι προς συζήτηση.
Συνώνυμα: - Debatable - Controversial - Theoretical
Αντώνυμα: - Certain - Indisputable - Definitive