moot - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

moot (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "moot" είναι επίθετο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως ρήμα (κυρίως στη νομική ορολογία).

Φωνητική μεταγραφή

/muːt/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "moot" αναφέρεται στην κατάσταση ενός ζητήματος που είναι αμφιλεγόμενο ή όχι απαραίτητο να εξεταστεί, συνήθως επειδή είναι θεωρητικό ή δεν έχει πρακτική σημασία στην παρούσα κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά συμφραζόμενα όταν μια υπόθεση ή το σημείο διαφωνίας δεν έχει νόημα να συζητηθεί, επειδή η απόφαση έχει ήδη ληφθεί ή δεν είναι πλέον επίκαιρη.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The question of whether the law was fair is now moot.
  2. Το ζήτημα του αν ο νόμος ήταν δίκαιος είναι τώρα αμφισβητούμενο.

  3. They decided that the previous arguments were moot and irrelevant.

  4. Αποφάσισαν ότι οι προηγούμενες επιχειρηματολογίες ήταν αδιάφορες και άσχετες.

  5. In light of the new evidence, the case is now moot.

  6. Λαμβάνοντας υπόψη τα νέα στοιχεία, η υπόθεση είναι τώρα αδιάφορη.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "moot"

  1. Moot point: A subject that is open to debate, dispute, or uncertainty.
  2. The debate about the cost of living is a moot point now that it has risen so steeply.
  3. Η συζήτηση σχετικά με το κόστος ζωής είναι ένα αμφισβητούμενο σημείο τώρα που έχει αυξηθεί τόσο δραστικά.

  4. Moot court: A simulated court proceeding in which students argue hypothetical cases for educational purposes.

  5. In law school, students participate in moot court to practice their legal arguments.
  6. Στη νομική σχολή, οι φοιτητές συμμετέχουν σε αμφισβητούμενα δικαστήρια για να ασκήσουν τα νομικά τους επιχειρήματα.

  7. Moot discussion: A discussion about a topic that no longer matters.

  8. Since the decision has been made, any further discussion is moot.
  9. Δεδομένου ότι η απόφαση έχει ληφθεί, οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση είναι αδιάφορη.

Ετυμολογία

Η λέξη "moot" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "mōt," που σήμαινε "σύγκληση ή συνάντηση," και χρησιμοποιήθηκε για να αναφερθεί σε ζητήματα που συζητούνται ή είναι προς συζήτηση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Debatable - Controversial - Theoretical

Αντώνυμα: - Certain - Indisputable - Definitive



25-07-2024