Η φράση "moral certainty" αναφέρεται σε μια κατάσταση πεποίθησης που θεωρείται ηθικά σωστή και αποδεκτή, κατά την οποία ένα άτομο έχει πλήρη εμπιστοσύνη στην ορθότητα ή την ηθικότητα μιας απόφασης, πράξης ή πεποίθησης. Χρησιμοποιείται συχνά σε φιλοσοφικά, νομικά ή ηθικά πλαίσια για να δηλώσει ότι τέτοιες πεποιθήσεις δεν είναι μόνο προσωπικές αλλά και γενικά αποδεκτές στο κοινωνικό πλαίσιο.
Στην αγγλική γλώσσα, η φράση "moral certainty" είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο, ειδικά σε νομικές και ηθικές συζητήσεις.
Το δικαστικό σώμα έφτασε σε ηθική βεβαιότητα για την ενοχή του κατηγορούμενου.
She acted with moral certainty, believing it was the right thing to do.
Έπραξε με ηθική βεβαιότητα, πιστεύοντας ότι ήταν το σωστό να κάνει.
In matters of ethics, one should strive for moral certainty.
Η φράση "moral certainty" χρησιμοποιείται κυρίως σε σοβαρές συζητήσεις, αλλά υπάρχουν και μερικές ιδιωματικές εκφράσεις που τη συμπεριλαμβάνουν:
Ο Χ δημιούργησε ηθική βεβαιότητα στους υποστηρικτές.
After much debate, she found her moral certainty challenged.
Μετά από πολλές συζητήσεις, βρήκε την ηθική της βεβαιότητα αμφισβητούμενη.
Moral certainty is essential in leadership.
Η ηθική βεβαιότητα είναι ουσιώδης στην ηγεσία.
His arguments provided a sense of moral certainty to the community.
Τα επιχειρήματά του πρόσφεραν μια αίσθηση ηθικής βεβαιότητας στην κοινότητα.
The moral certainty surrounding the issue sparked widespread protests.
Η λέξη "moral" προέρχεται από τη λατινική λέξη "moralis", που σημαίνει "σχετικά με τη συμπεριφορά" ή "ηθική". Η λέξη "certainty" προέρχεται από το λατινικό "certus", που σημαίνει "σίγουρος". Ο συνδυασμός των δύο δημιουργεί την έννοια της ηθικής βεβαιότητας.