Η φράση "mortgage debenture" αναφέρεται σε δύο λέξεις: - mortgage: ουσιαστικό - debenture: ουσιαστικό
/mɔːrɡɪdʒ dɪˈbɛnʧər/
Mortgage debenture αναφέρεται σε μια χρηματοοικονομική συμφωνία ή εργαλείο, που συνδυάζει στοιχεία υποθήκης και ομολογίας. Συνήθως είναι μια μορφή μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης, όπου οι επενδυτές μπορούν να δανείσουν χρήματα στην επιχείρηση ή το πρότζεκτ υπό την προϋπόθεση ότι η υποθήκη γίνεται εγγύηση.
Η χρήση αυτού του όρου είναι κυρίως στη χρηματοοικονομική και νομική γλώσσα. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτές αναφορές ή έγγραφα, όπως νομικές συμβάσεις και οικονομικές αναλύσεις, παρά στον προφορικό λόγο.
Η εταιρεία εξέδωσε μια υποθηκογραφική ομόλογο για να συγκεντρώσει κεφάλαια για το νέο της έργο.
Investors felt secure knowing the mortgage debenture was backed by real estate.
Η φράση "mortgage debenture" δεν έχει πολλές συνήθεις ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με σημαντικές χρηματοοικονομικές έννοιες. Εδώ είναι μερικές παραδειγματικές προτάσεις που αποτυπώνουν τη χρήση του όρου σε διάφορα συμφραζόμενα:
Μια υποθηκογραφική ομόλογο μπορεί να προσφέρει μια αξιόπιστη πηγή χρηματοδότησης για τους προγραμματιστές.
The risk associated with a mortgage debenture is often mitigated by the underlying asset.
Ο κίνδυνος που σχετίζεται με μία υποθηκογραφική ομόλογο συχνά μετριάζεται από το υποκείμενο περιουσιακό στοιχείο.
Due diligence is essential before investing in a mortgage debenture.
Συνώνυμα: - For mortgage: loan, lien (κατάσχεση) - For debenture: bond, security (ασφάλεια)
Αντώνυμα: - For mortgage: ownership (κατοχή) - For debenture: equity (μετοχή)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της φράσης "mortgage debenture" και των χρήσεών της στα Αγγλικά.