Mortification αναφέρεται σε μια έντονη αίσθηση ντροπής ή ταπείνωσης, συχνά λόγω κάποιου κοινωνικού ή προσωπικού σφάλματος. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο και μπορεί να περιγράψει είτε προσωπική εμπειρία είτε μια θρησκευτική έννοια της αυτοταπείνωσης.
Root υποδηλώνει την πιο βασική ή θεμελιώδη βάση κάτι, είτε αυτό αφορά φυσικά αντικείμενα (όπως φυτά) είτε αφηρημένες έννοιες (όπως προβλήματα ή ιδέες). Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
The mortification I felt after tripping in front of everyone was overwhelming.
Η ταπείνωση που ένιωσα αφού έπεσα μπροστά σε όλους ήταν αβάσταχτη.
Finding the root of the problem is essential for a permanent solution.
Η εύρεση της ρίζας του προβλήματος είναι απαραίτητη για μια μόνιμη λύση.
She felt a deep mortification when she realized her mistake in front of her peers.
Ένιωσε μια βαθιά ταπείνωση όταν συνειδητοποίησε το λάθος της μπροστά στους συναδέλφους της.
To get to the root of the issue, we need to evaluate all possible factors.
Για να φτάσουμε στη ρίζα του ζητήματος, πρέπει να αξιολογήσουμε όλους τους πιθανούς παράγοντες.
Mortification
- Συνώνυμα: humiliation, shame, degradation
- Αντώνυμα: pride, honor, dignity
Root
- Συνώνυμα: base, origin, source
- Αντώνυμα: branch, offshoot, derivative