Η φράση "motivation autosuggestion" αποτελείται από δύο λέξεις: - motivation: ουσιαστικό - autosuggestion: ουσιαστικό
/məʊtɪˈveɪʃən ˌɔːtəˈsʌdʒəstʃən/
Motivation: Αναφέρεται στο σύνολο των εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων που οδηγούν ή ενθαρρύνουν ένα άτομο να ενεργήσει με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Είναι κεντρικής σημασίας για την ωρίμανση στόχων και επιθυμιών.
Autosuggestion: Είναι η διαδικασία της αυτοπρότασης όπου ένα άτομο επαναλαμβάνει θετικές δηλώσεις ή σκέψεις με σκοπό να επηρεάσει τη σκέψη και τη συμπεριφορά του. Η μέθοδος αυτή συχνά χρησιμοποιείται για την ενίσχυση της αυτοεκτίμησης και της προσωπικής επιτυχίας.
Χρήση στη Γλώσσα Αγγλικά: Οι λέξεις αυτές συχνά χρησιμοποιούνται σε πλαίσια που περιλαμβάνουν ψυχολογία, προσωπική ανάπτυξη και αυτοβοήθεια. Η "motivation" είναι τουλάχιστον πιο συχνή σε προφορικό λόγο, ενώ η "autosuggestion" εμφανίζεται συχνότερα σε κείμενα και βιβλία σχετικά με την ψυχολογία.
Το κίνητρο είναι το κλειδί για την επίτευξη των στόχων σας.
Through autosuggestion, she was able to improve her self-confidence.
Μέσω της αυτοσυγκέντρωσης, κατάφερε να βελτιώσει την αυτοπεποίθησή της.
Finding the right motivation can be challenging but rewarding.
«Βρείτε το κίνητρό σας.»
"He relies on autosuggestion to stay positive."
«Αξιοποιεί την αυτοπρόταση για να παραμένει θετικός.»
"Motivation comes from within."
«Το κίνητρο προέρχεται από μέσα.»
"Using autosuggestion can help achieve a more focused mindset."
«Η χρήση της αυτοπρότασης μπορεί να βοηθήσει στην επίτευξη μιας πιο συγκεντρωμένης νοοτροπίας.»
"She found her motivation amidst adversity."
«Βρήκε το κίνητρό της μέσα από τις αντιξοότητες.»
"Through daily autosuggestion, he changed his outlook on life."
Motivation: - Συνώνυμα: incentive, drive, inspiration - Αντώνυμα: apathy, indifference, discouragement
Autosuggestion: - Συνώνυμα: self-suggestion, affirmation - Αντώνυμα: self-doubt, negativity