Το "motor-borne" είναι επίθετο.
/mˈoʊtər bɔrn/
Η λέξη "motor-borne" αναφέρεται σε οτιδήποτε που μεταφέρεται ή καθοδηγείται από κάποια μηχανική συσκευή, συνήθως ένα αυτοκίνητο ή άλλο μηχανοκίνητο όχημα. Χρησιμοποιείται συχνά σε συμφραζόμενα που αφορούν τη μεταφορά αγαθών ή προσώπων.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως σε τεχνικές ή επιστημονικές αναφορές. Δεν είναι πολύ συνηθισμένη στον προφορικό λόγο.
The motor-borne vehicles made travel much faster than before.
Τα μηχανοκίνητα οχήματα έκαναν το ταξίδι πολύ πιο γρήγορο από πριν.
In the disaster, motor-borne rescue teams quickly reached the affected areas.
Στην καταστροφή, οι μηχανοκίνητες ομάδες διάσωσης έφτασαν γρήγορα στις πληγείσες περιοχές.
Motor-borne transport is essential for delivering goods across long distances.
Η μηχανοκίνητη μεταφορά είναι απαραίτητη για την παράδοση αγαθών σε μεγάλες αποστάσεις.
Η λέξη "motor-borne" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, η έννοια της μηχανοκίνητης μεταφοράς μπορεί να συνδεθεί με αρκετές φράσεις που σχετίζονται με τα οχήματα και την ταχύτητα. Ακολουθούν μερικές σχετικές προτάσεις:
The motor-borne convoy sped through the countryside, reaching their destination ahead of schedule.
Ο μηχανοκίνητος κονβόι ταχύτατα πέρασε από την ύπαιθρο, φτάνοντας στον προορισμό τους νωρίτερα από το προγραμματισμένο.
Being motor-borne, they could cover more ground in less time.
Όντας μηχανοκίνητοι, μπορούσαν να καλύψουν μεγαλύτερες αποστάσεις σε λιγότερο χρόνο.
The festival showcased motor-borne parades, thrilling the crowd.
Το φεστιβάλ παρουσίασε μηχανοκίνητους παρελάσεις, ενθουσιάζοντας το πλήθος.
Ο όρος "motor-borne" προέρχεται από την αγγλική λέξη "motor," που σημαίνει μηχανή ή κινητήρας, και τον σύνθετο όρο "borne," που είναι η παθητική μορφή του ρήματος "bear," που σημαίνει να μεταφέρει ή να φέρει.