Η φράση "mountaineering rock technique" αναφέρεται στις τεχνικές και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται στην ορειβασία, κυρίως στην αναρρίχηση σε βράχους. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο της αθλητικής αναρρίχησης και των έξω δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τη Φύση. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό περιβάλλον, όπως βιβλία και άρθρα για την ορειβασία, αλλά και στον προφορικό λόγο μεταξύ των ορειβατών.
Η τεχνική ορειβασίας σε βράχο απαιτεί πολλή πρακτική.
Improving your mountaineering rock technique can enhance your safety.
Η βελτίωση της τεχνικής ορειβασίας σε βράχο μπορεί να ενισχύσει την ασφάλειά σας.
Many climbers focus on mountaineering rock technique during their training.
Εξέλιξε την τεχνική ορειβασίας σε βράχο της για να αντιμετωπίσει τις πιο δύσκολες αναρριχήσεις.
Mastering mountaineering rock technique is essential for all serious climbers.
Η κατάκτηση της τεχνικής ορειβασίας σε βράχο είναι ουσιώδης για όλους τους σοβαρούς αναρριχητές.
The workshop focused on improving mountaineering rock technique for beginners.
Το εργαστήριο εστιάστηκε στη βελτίωση της τεχνικής ορειβασίας σε βράχο για αρχάριους.
Learning mountaineering rock technique can be challenging but rewarding.
Η εκμάθηση της τεχνικής ορειβασίας σε βράχο μπορεί να είναι προκλητική αλλά ανταμείβουσα.
During the expedition, they shared tips on mountaineering rock technique.
Η λέξη "mountaineering" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "montagne" (βουνό) και συνδυάζεται με τον όρο "engineering" (μηχανική). Ο όρος "rock" προέρχεται από παλαιές αγγλικές λέξεις που σημαίνουν "σκληρό κομμάτι υλικού". Το "technique" έχει γαλλικές ρίζες και προέρχεται από την ελληνική λέξη "τεχνική".
Συνώνυμα: - mountaineering: climbing, trekking - technique: method, skill, procedure
Αντώνυμα: - mountaineering: - flatland activities - technique: - ineptitude, clumsiness