mousepad: ουσιαστικό
/ˈmaʊspæd/
Η λέξη mousepad αναφέρεται σε μια επιφάνεια, συνήθως κατασκευασμένη από ύφασμα ή σιλικόνη, που προορίζεται για την τοποθέτηση ενός υπολογιστικού ποντικιού (mouse). Χρησιμοποιείται για να διευκολύνει την κίνηση του ποντικιού, παρέχοντας μια ομαλή και σταθερή επιφάνεια. Είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη τόσο στον γραπτό λόγο όσο και στον προφορικό λόγο.
Συχνότητα χρήσης: Μπορεί να χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά και γραμματειακά περιβάλλοντα, καθώς και σε αλληλεπιδράσεις χρήστη-υπολογιστή.
I bought a new mousepad for my computer.
(Αγόρασα ένα νέο μαξιλάρι ποντικιού για τον υπολογιστή μου.)
The design on my mousepad is really cool.
(Η σχεδίαση στο μαξιλάρι ποντικιού μου είναι πολύ ωραία.)
Η λέξη "mousepad" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε προτάσεις που περιγράφουν τεχνολογικά περιβάλλοντα ή πρακτικές που σχετίζονται με την υπολογιστική.
Make sure to keep your mousepad clean; it helps with accuracy.
(Βεβαιώσου ότι το μαξιλάρι ποντικιού σου είναι καθαρό· βοηθάει στην ακρίβεια.)
Using a good mousepad can improve your gaming experience.
(Η χρήση ενός καλού μαξιλιού ποντικιού μπορεί να βελτιώσει την εμπειρία σου στα παιχνίδια.)
A colorful mousepad can brighten up your workspace.
(Ένα χρωματιστό μαξιλάρι ποντικιού μπορεί να φωτίσει τον χώρο εργασίας σου.)
Η λέξη "mousepad" είναι ένας συνδυασμός του όρου "mouse" (ποντίκι), αναφερόμενη στη συσκευή εισόδου υπολογιστή, και "pad" (μαξιλάρι), που υποδηλώνει μια επιφάνεια ή υποστήριξη.
Συνώνυμα: - mouse mat - tracking pad
Αντώνυμα: Η λέξη "mousepad" δεν έχει ακριβή αντώνυμα, αλλά μπορεί να θεωρηθεί ότι μια επιφάνεια που δεν προσφέρει υποστήριξη στο ποντίκι θα ήταν το αντίθετο.