Είναι φράση που περιλαμβάνει δύο ουσιαστικά: "mouth" (στόμα) και "part" (μέρος).
/mɑʊθ pɑrt/
Η φράση "mouth part" μπορεί να αναφέρεται σε οποιοδήποτε τμήμα ή μέρος του στόματος, όπως γλώσσα, ούλα ή δόντια. Η χρήση της στα αγγλικά μπορεί να ποικίλει ανάλογα με το περιεχόμενο, είτε σε επιστημονικά κείμενα, είτε σε ιατρικές αναφορές. Η φράση είναι πιο πιθανό να χρησιμοποιείται σε γραπτό πλαίσιο, όπου γίνεται αναφορά σε ανατομία ή διαδικασίες που σχετίζονται με τον τομέα της υγείας.
The dentist pointed out a significant issue with the mouth part that needed attention.
Ο οδοντίατρος επισήμανε ένα σημαντικό πρόβλημα με το μέρος του στόματος που χρειαζόταν προσοχή.
Understanding the anatomy of the mouth part is crucial for any oral surgery.
Η κατανόηση της ανατομίας του μέρους του στόματος είναι κρίσιμη για οποιαδήποτε στοματική χειρουργική.
Children often lose their mouth parts during playtime.
Τα παιδιά συχνά χάνουν τα μέρη του στόματος κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού.
Η φράση "mouth part" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες πιο ευρείες φράσεις:
"Keep your mouth part shut about this secret."
Κράτα το μέρος του στόματος σου κλειστό σχετικά με αυτό το μυστικό.
"He couldn't find the right mouth part for the joke."
Δεν μπορούσε να βρει το κατάλληλο μέρος του στόματος για το αστείο.
"That mouth part can be a real pain when you eat."
Αυτό το μέρος του στόματος μπορεί να είναι πραγματικός πόνος όταν τρως.
Η λέξη "mouth" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "mūþ", και η λέξη "part" προέρχεται από την γαλλική λέξη "partie", που σημαίνει τμήμα ή κομμάτι.
Συνώνυμα: - Mouth: jaw, oral cavity (στοματική κοιλότητα) - Part: section, piece, component (κομμάτι, τμήμα)
Αντώνυμα: - Mouth: none (δεν υπάρχουν ακριβή αντίθετα) - Part: whole, entirety (ολότητα, σύνολο)