Mouth-organ είναι ουσιαστικό.
/maʊθ ˈɔːɡən/
Η λέξη mouth-organ αναφέρεται σε έναν μουσικό όργανο, κυρίως τη φυσαρμόνικα, η οποία παίζεται με το να φυσάς και να εισπνέεις από τις τρύπες του οργάνου. Χρησιμοποιείται ευρέως στη λαϊκή μουσική, τη ροκ, και σε άλλα είδη μουσικής. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Έπαιξε τη φυσαρμόνικα όμορφα κατά τη διάρκεια της συναυλίας.
My grandfather gave me his old mouth-organ to learn music.
Η λέξη mouth-organ χρησιμοποιείται κυρίως σε μουσικά συμφραζόμενα, οπότε οι ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν αυτή τη λέξη είναι λιγότερο κοινές, ωστόσο εδώ είναι μερικά παραδείγματα:
"Μπορεί πραγματικά να κάνει τη φυσαρμόνικα να τραγουδήσει."
"If you want to jam, bring your mouth-organ."
"Αν θέλεις να κάνουμε μουσική, φέρε τη φυσαρμόνικά σου."
"The sound of the mouth-organ reminded me of my childhood."
Η λέξη mouth-organ προέρχεται από τον συνδυασμό των λέξεων "mouth" (στόμα) και "organ" (όργανο), υποδεικνύοντας ότι πρόκειται για ένα μουσικό όργανο που παίζεται με το στόμα.
Συνώνυμα: - φυσαρμόνικα - μουσικό όργανο στόματος
Αντώνυμα: - δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα, καθώς πρόκειται για ειδικό μουσικό όργανο. Ωστόσο, μπορεί να θεωρηθούν αντίθετα όργανα όπως π.χ. "πιάνο", "κιθάρα" που παίζονται με διαφορετικούς τρόπους.