mucking - ουσιαστικό και επίθετο (μπορεί να χρησιμοποιηθεί επίσης ως μορφή του ρήματος "muck").
/ˈmʌkɪŋ/
Η λέξη "mucking" αναφέρεται συνήθως στη διαδικασία καθαρισμού ή απομάκρυνσης βρωμιάς και περιττωμάτων, κυρίως από ζώα. Χρησιμοποιείται συνήθως σε γεωργικά και κτηνοτροφικά συμφραζόμενα. Εκτός από την κυριολεκτική της σημασία, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά για να αναφέρεται σε κατάσταση ακαταστασίας ή βρωμιάς.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι πιο κοινή σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με γεωργία, κτηνοτροφία, ή άτομα που εργάζονται με ζώα παρά στον προφορικό λόγο.
He spent the whole afternoon mucking out the barn.
(Πέρασε ολόκληρο το απόγευμα βγάζοντας βρωμιά από τον στάβλο.)
Mucking the stalls is an essential part of farm work.
(Η βρομιά των στάβλων είναι ένα βασικό μέρος της αγροτικής εργασίας.)
They were mucking around the playground, making it dirty.
(Εκείνοι έκαναν βρωμιά γύρω από την παιδική χαρά, κάνοντάς την βρώμικη.)
Η λέξη "mucking" παρουσιάζεται συχνά σε ορισμένες αγαπητές ιδιωματικές εκφράσεις.
They were just mucking about all day instead of studying.
(Απλώς περνούσαν το χρόνο τους άσκοπα όλη μέρα αντί να μελετούν.)
Mucking up - σημαίνει να προκαλείς μια κακή κατάσταση ή να κάνεις ένα λάθος.
I really mucked up that presentation; I forgot my main points.
(Πραγματικά τα έκανε θάλασσα στην παρουσίαση; Ξέχασα τα κύρια σημεία μου.)
Mucking in - σημαίνει να συμμετέχεις ενεργά σε μια εργασία ή κατάσταση.
Η λέξη "muck" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "mocca", που σημαίνει «βρωμιά» ή «βρωμιά», και συνδέεται με άλλα γερμανικά και σκανδιναβικά ανάλογα που αναφέρονται σε ακαταστασία ή περιττώματα.
Συνώνυμα: - dirt (βρωμιά) - muck (βρομιά)
Αντώνυμα: - cleanliness (καθαριότητα) - tidiness (τακτοποίηση)