Ουσιαστικό
/mjuːkoʊˌpɒlɪˈsækəraɪdz/
Μυκοπολυσακχαρίτες είναι μια κατηγορία πολυσακχαριτών που περιέχουν θειομένες ή υδροξυλιωμένες ομάδες. Αυτές οι ενώσεις είναι συνήθως συστατικά του κυτταρικού εξωκυττάριου ιστού και παίζουν σημαντικό ρόλο στη λειτουργία και την υποστήριξη των κυττάρων στον οργανισμό. Οι μυκοπολυσακχαρίτες χρησιμοποιούνται συχνά στη βιολογία και την ιατρική, και η συχνότητα χρήσης τους είναι μεγαλύτερη στη γραπτή παρά στον προφορικό λόγο.
Το σώμα παράγει μυκοπολυσακχαρίτες που βοηθούν στη διατήρηση της δομής του χόνδρου.
Deficiencies in mucopolysaccharides can lead to various health issues.
Οι ελλείψεις σε μυκοπολυσακχαρίτες μπορούν να οδηγήσουν σε διάφορα προβλήματα υγείας.
Mucopolysaccharides play a critical role in cell signaling.
Αν και οι μυκοπολυσακχαρίτες δεν χρησιμοποιούνται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να εμφανίζονται σε επιστημονικά κείμενα και συζητήσεις. Εδώ είναι μερικές προτάσεις που μπορούν να τις περιλαμβάνουν:
Η έρευνα επικεντρώθηκε στο ρόλο των μυκοπολυσακχαριτών στη μηχανική ιστών.
Understanding mucopolysaccharides is essential for developing new treatments for joint diseases.
Η κατανόηση των μυκοπολυσακχαριτών είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη νέων θεραπειών για ασθένειες των αρθρώσεων.
Mucopolysaccharides contribute to the resilience of connective tissue.
Η λέξη «μυκοπολυσακχαρίτες» προέρχεται από το «μυκο-» που υποδηλώνει την παρουσία υαλουρονικού οξέος ή άλλων παραγόντων που συνδέονται με τους πολυσακχαρίτες και το «πολυσακχαρίτες», που προέρχεται από τα ελληνικά «πολύς» (πολλοί) και «σακχαρίτες» (ζάχαρα).
Συνώνυμα: - Γλυκοζαμινογλυκάνες
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα για τους μυκοπολυσακχαρίτες, αλλά πιο γενικά ζάχαρα ή πολυσακχαρίτες που δεν περιέχουν θειομένες ή υδροξυλιωμένες ομάδες μπορούν να θεωρηθούν σε αντίθεση.