Το "mucopurulent bronchitis" είναι μία ιατρική φράση που περιγράφει μια κατάσταση υγείας και δεν παραπέμπει σε καθορισμένο μέρος του λόγου όπως η λέξη ή το ρήμα.
/mjuːkoʊˈpjʊrəˌlɛnt ˈbrɔŋkaɪtɪs/
Η μετάφραση του "mucopurulent bronchitis" στα Ελληνικά είναι "βλεννοπυώδης βρογχίτιδα".
Η "mucopurulent bronchitis" αναφέρεται σε μια φλεγμονώδη κατάσταση των βρόγχων που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός βλεννώδη και πυώδους (δηλαδή περιέχει πύο) εκκρίματος. Συνήθως, οφείλεται σε λοιμώξεις του αναπνευστικού και μπορεί να προκαλεί συμπτώματα όπως βήχα, δύσπνοια και πυρετό. Αυτή η κατάσταση χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά κείμενα και λιγότερο στην καθημερινή ομιλία. Είναι μια σχετικά τεχνική φράση και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό κείμενο.
Ο γιατρός την διέγνωσε με βλεννοπυώδη βρογχίτιδα μετά την εξέταση των συμπτωμάτων της.
Treatment for mucopurulent bronchitis may include antibiotics and bronchodilators.
Η θεραπεία για τη βλεννοπυώδη βρογχίτιδα μπορεί να περιλαμβάνει αντιβιοτικά και βρογχοδιασταλτικά.
Patients with mucopurulent bronchitis often experience increased mucus production.
Η φράση "mucopurulent bronchitis" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά σχετίζεται με ιατρική ορολογία. Παρ' όλα αυτά, μπορεί να σχετιστεί με την υγεία και την αναπνοή:
"Πιασμένος σε μια βλεννοπυώδη καταιγίδα."
"Fighting off mucopurulent symptoms" - περιγράφει κάποιον που προσπαθεί να απαλλαγεί από την ασθένεια.
"Προσπαθώντας να ξεφύγει από τα βλεννοπυώδη συμπτώματα."
"Living with mucopurulent bronchitis can be challenging." - αναφέρεται στη ζωή με την ασθένεια.
Αυτή η πληροφορία παρέχει μια λεπτομερή εικόνα της φράσης "mucopurulent bronchitis" και του ιατρικού της πλαισίου.