"mud launder" αποτελείται από δύο λέξεις: "mud" (ουσιαστικό) και "launder" (ρήμα).
/mʌd ˈlɔndər/
Όταν οι δύο λέξεις συνδυάζονται ως "mud launder", συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία καθαρισμού αντικειμένων ή επιφανειών που έχουν λερωθεί από λάσπη.
Η έκφραση "mud launder" είναι σχετικά σπάνια. Το "mud" χρησιμοποιείται πιο συχνά σε προφορικό και γραπτό λόγο, ενώ το "launder" είναι πιο κοινό σε επίσημα ή γραπτά κείμενα σχετικά με την καθαριότητα.
"Μετά τη δυνατή βροχή, έπρεπε να ξεπλύνουμε τη λάσπη από τα παπούτσια μας πριν μπούμε στο σπίτι."
"The workers needed to mud launder their equipment before the next job."
Δεν υπάρχουν πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη φράση "mud launder", αλλά μπορούμε να δημιουργήσουμε κάποιες σχετικές προτάσεις:
"Για να καθαρίσεις το μονοπάτι σου, μερικές φορές πρέπει να ξεπλύνεις τις παλιές σου λάθος επιλογές."
"In order to see the truth, one must mud launder their biases."
"Για να δεις την αλήθεια, πρέπει να ξεπλύνεις τις προκαταλήψεις σου."
"Before you start anew, make sure to mud launder the emotional baggage."
Αντώνυμα για "mud": dryness, cleanliness.
Συνώνυμα για "launder": wash, cleanse, scrub.
Αυτή είναι μια λεπτομερής ανάλυση της φράσης "mud launder". Αν έχετε περισσότερες ερωτήσεις ή χρειάζεστε περισσότερες πληροφορίες, μη διστάσετε να ρωτήσετε!