Mud rim: Ο όρος "mud rim" είναι ένα ουσιαστικό.
Mud rim: /mʌd rɪm/
Ο όρος "mud rim" αναφέρεται σε ένα μεγάλο επικάλυμμα, συχνά σε μορφή δακτυλίου, από λάσπη ή χώμα, που μπορεί να βρεθεί σε ορισμένες περιοχές, όπως σε γήπεδα, κατά τη διάρκεια της βροχής ή σε φυσικά τοπία. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει περιοχές που είναι καλυμμένες με λάσπη, συνήθως γύρω από μια εκσκαφή ή κατά μήκος ενός δρόμου.
Συχνότητα χρήσης: Ο όρος δεν είναι πολύ συχνά χρησιμοποιούμενος και τυπικά συναντάται περισσότερο σε γεωλογικά ή τοπιογραφικά πλαίσια, παρά στον καθημερινό λόγο.
Το αυτοκίνητο κολλήθηκε στη χωμάτινη ζώνη μετά τη σφοδρή βροχή.
There was a clear mud rim around the pond from last night's storm.
Υπήρχε μία καθαρή ζώνη λάσπης γύρω από την λίμνη από την καταιγίδα της προηγούμενης νύχτας.
We built a small barrier to prevent the mud rim from spreading to the garden.
Ο όρος "mud rim" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στα Αγγλικά. Ωστόσο, υπάρχουν εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη "mud":
"Ένιωθα ότι ήμουν κολλημένος σε μία λάσπη με όλα μου τα προβλήματα."
Muddy the waters – To make a situation or issue less clear.
"Τα σχόλιά του απλώς έκαναν την κατάσταση πιο ασαφή."
Like pulling teeth out of muddy ground – To describe something very difficult to achieve.
Η λέξη "mud" προέρχεται από την παλαιότερη μορφή της αγγλικής γλώσσας και έχει τις ρίζες της σε γερμανικές λέξεις που σχετίζονται με την έννοια του βρωμιά και της λάσπης, ενώ η λέξη "rim" προέρχεται από την παλιά αγγλική "rym" που σημαίνει "περίγραμμα" ή "δακτύλιος".
Συνώνυμα: - Sludge rim - Earth ring
Αντώνυμα: - Clear edge - Dry boundary