Ο όρος "mud surface" είναι μια φράση που αποτελείται από ένα ουσιαστικό ("mud") και ένα ουσιαστικό ("surface").
/mʌd ˈsɜːrfɪs/
Η φράση "mud surface" αναφέρεται σε μια επιφάνεια που είναι καλυμμένη ή σχηματισμένη από λάσπη. Η λάσπη μπορεί να είναι αποτέλεσμα βροχής ή άλλων παραγόντων και συνήθως είναι μαλακή και υγρή. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τη φύση, τις κατασκευές ή τη γεωλογία. Είναι πιο κοινή στον προφορικό και γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί και σε επιστημονικά ή τεχνικά κείμενα.
"Η περπατήση στην επιφάνεια λάσπης ήταν πολύ ολισθηρή."
"The mud surface dried quickly under the sun."
"Η επιφάνεια λάσπης στέγνωσε γρήγορα κάτω από τον ήλιο."
"We decided to avoid the mud surface to keep our shoes clean."
Η φράση "mud surface" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιπτώσεις για να περιγράψει καταστάσεις ή μπερδέματα. Εδώ είναι μερικές προτάσεις:
"Είναι σε βαθιά λάσπη με αυτό το έργο." (σημαίνει ότι είναι σε δύσκολη κατάσταση)
"Get your feet out of the mud before you start the race."
"Βγάλε τα πόδια σου από τη λάσπη πριν ξεκινήσεις τον αγώνα." (σημαίνει να είσαι έτοιμος και οργανωμένος)
"The negotiations ended up in a mud pit."
"Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε μια λάσπη." (σημαίνει ότι οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν και έγινε χάος)
"Don't let yourself get stuck in the mud of indecision."
Η λέξη "mud" προέρχεται από την αρχαία αγγλική λέξη "mudd" και είναι σε χρήση από τον 12ο αιώνα, ενώ η λέξη "surface" έχει τις ρίζες της στη λατινική "superficies" και χρησιμοποιείται από τον 14ο αιώνα.
Συνώνυμα: - sludge (ιλύς) - muck (βρώμικη λάσπη)
Αντώνυμα: - hard ground (σκληρό έδαφος) - firm surface (σύνθετη επιφάνεια)