ρήμα
/ mʌl /
Η λέξη "mull" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθεί στη διαδικασία του να σκεφτεί κανείς κάτι διεξοδικά ή να επεξεργαστεί μια ιδέα. Επίσης, μπορεί να αναφέρεται στη διαδικασία του να αναμιγνύονται ή να ατμίζουν ποτά, όπως το κρασί ή η μπύρα, συχνά με μπαχαρικά, για να δημιουργηθεί ένα πιο πλούσιο γευστικό αποτέλεσμα.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "mull" είναι μέτρια, με περισσότερη χρήση σε γραπτά κείμενα ή επίσημες συζητήσεις παρά σε ανεπίσημους προφορικούς διαλόγους.
Αφού έλαβε την ανατροφοδότηση, αποφάσισε να σκεφτεί τις επιλογές του προτού πάρει απόφαση.
She likes to mull wine during the holidays.
Η λέξη "mull" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την επεξεργασία σκέψεων ή ιδεών.
Χρειάζομαι λίγο χρόνο να σκεφτώ το θέμα πριν μπορώ να απαντήσω.
Don't rush me; I want to mull it properly.
Μην με βιάζεις; Θέλω να σκεφτώ το θέμα σωστά.
Let's not make any hasty decisions. We should really mull this through.
Η λέξη "mull" προέρχεται από τη μέση Αγγλική λέξη "mullen," που σημαίνει "ανακατεύω" και έχει ρίζες που σχετίζονται με το Γερμανικό "mullen," που σημαίνει "αλέθω" ή "ανακατεύω".
Συνώνυμα: - Contemplate (σκεφτώ) - Reflect (αναλογιστώ) - Meditate (μελετώ)
Αντώνυμα: - Rush (βιάζω) - Decide (αποφασίζω) - Ignore (αγνοώ)