Λέξη: multicharge
Μέρος του λόγου: ουσιαστικό (noun) ή ρήμα (verb), ανάλογα με την χρήση.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈmʌltiˌtʃɑrdʒ/
Η λέξη "multicharge" αναφέρεται σε μία διαδικασία ή κατάσταση όπου πραγματοποιούνται διάφορες χρεώσεις ή καταθέσεις χρηματικών ποσών ταυτόχρονα. Η χρήση της είναι συνήθως πιο συχνή σε τεχνικά ή χρηματοοικονομικά περιβάλλοντα. Σημειώνεται ότι δεν είναι απόλυτα κοινοτυπία, αλλά η χρήση της είναι αυξανόμενη στην ψηφιακή οικονομία και τις τραπεζικές υπηρεσίες.
Multicharge has made transactions more efficient for consumers.
Η πολυχρέωση έχει καταστήσει τις συναλλαγές πιο αποδοτικές για τους καταναλωτές.
The company implemented a multicharge system to manage their payments.
Η εταιρεία εφάρμοσε ένα σύστημα πολυχρέωσης για να διαχειρίζεται τις πληρωμές της.
Users can benefit from the multicharge feature in their budgeting app.
Οι χρήστες μπορούν να επωφεληθούν από τη δυνατότητα πολυχρέωσης στην εφαρμογή προϋπολογισμού τους.
Η λέξη "multicharge" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με άλλες σχετικές έννοιες όπως η "χρέωση" ή οι "συναλλαγές".
The multicharge system allows consumers to handle multiple payments seamlessly.
Το σύστημα πολυχρέωσης επιτρέπει στους καταναλωτές να διαχειρίζονται πολλές πληρωμές αδιάκοπα.
With the new multicharge process, users find it easier to track their expenses.
Με τη νέα διαδικασία πολυχρέωσης, οι χρήστες βρίσκουν πιο εύκολο να παρακολουθούν τα έξοδά τους.
Many fintech companies are now offering multicharge solutions.
Πολλές χρηματοοικονομικές τεχνολογικές εταιρείες προσφέρουν πλέον λύσεις πολυχρέωσης.
Η λέξη "multicharge" προέρχεται από το πρόθεμα "multi-", που σημαίνει "πολλές" ή "πολλαπλές", και τη λέξη "charge", που αναφέρεται σε χρέωση. Έτσι, υποδηλώνει την έννοια της πραγματοποίησης περισσότερων από μία χρεώσεων ταυτόχρονα.
Συνώνυμα:
- πολυπληθής χρέωση
- συγχρονισμένη χρέωση
Αντώνυμα:
- μονοχρέωση
- μοναδική χρέωση