Επίθετο
/ˌmʌltiˈfoʊkəl/
Η λέξη "multifocal" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει ή σχετίζεται με πολλαπλά σημεία εστίασης. Συχνά χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της ιατρικής για να περιγράψει όγκους, φακούς ή άλλα πράγματα που εμφανίζουν πολλαπλές εστίες.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά συναντάται πιο συχνά σε ιατρικά και επιστημονικά κείμενα.
Ο καρκίνος του ασθενούς κατατάχθηκε ως πολυεστιακός.
Multifocal glasses can help people see at different distances.
Οι πολυεστιακοί φακοί μπορούν να βοηθήσουν τους ανθρώπους να βλέπουν σε διαφορετικές αποστάσεις.
The study focused on multifocal lenses and their effect on vision.
Η λέξη "multifocal" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυάζεται με διάφορες έννοιες που περιγράφουν την πολυπλοκότητα ή τις πολυάριθμες προσεγγίσεις σε μια κατάσταση.
Η πολυεστιακή προσέγγιση στην εκπαίδευση οδηγεί σε καλύτερα αποτελέσματα για τους μαθητές.
Adopting a multifocal perspective in problem-solving is essential.
Η υιοθέτηση μιας πολυεστιακής προοπτικής στην επίλυση προβλημάτων είναι απαραίτητη.
The multifocal nature of the issue demands a comprehensive solution.
Η λέξη προέρχεται από τη σύνθεση multi- (πολύ) και focal (εστιακός), που συνδυάζει τις έννοιες για να υποδείξει κάτι που σχετίζεται με πολλές εστίες.