Multiple interference: Είναι ένα νομισματικό επίπεδο, ή φράση που χρησιμοποιείται κυρίως ως ουσιαστικό.
Phonetic transcription (IPA): /ˈmʌltɪpəl ˈɪntəfɪərəns/
Η έκφραση "multiple interference" χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις όπου πολλοί παράγοντες ή σήματα επηρεάζονται το ένα από το άλλο, συνήθως σε ένα επιστημονικό ή τεχνικό πλαίσιο. Είναι συχνά σχετική με την αναλογία ηλεκτρονικών σημάτων, ακουστικών κυμάτων ή επιρροών σε ψυχολογικές ή κοινωνιολογικές μελέτες. Η χρήση της στον προφορικό λόγο είναι λιγότερο συνηθισμένη, ενώ εμφανίζεται συχνά σε έγγραφα και ακαδημαϊκά κείμενα.
"Η μελέτη επικεντρώθηκε στην πολλαπλή παρέμβαση σε κανάλια επικοινωνίας."
"Scientists observed multiple interference patterns in the experiment."
"Οι επιστήμονες παρατήρησαν πολλαπλά μοτίβα παρέμβασης στο πείραμα."
"Understanding multiple interference is essential in signal processing."
Η φράση "multiple interference" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικά συμφραζόμενα:
"Πρέπει να εξετάσουμε την επίδραση της πολλαπλής παρέμβασης στα αποτελέσματα."
"Audio quality suffers due to multiple interference from various sources."
"Η ποιότητα ήχου υπο suffers λόγω της πολλαπλής παρέμβασης από διάφορες πηγές."
"The researchers analyzed the consequences of multiple interference in their models."
"Οι ερευνητές ανάλυσαν τις συνέπειες της πολλαπλής παρέμβασης στα μοντέλα τους."
"When dealing with multiple interference, clarity is crucial."
"Όταν ασχολείστε με την πολλαπλή παρέμβαση, η σαφήνεια είναι κρίσιμη."
"Multiple interference impacts the accuracy of measurements in physics experiments."
Η λέξη "multiple" προέρχεται από το λατινικό "multiplex", που σημαίνει "πολλαπλός", και "interference" προέρχεται από το λατινικό "interferre", που διαλύεται σε "inter-" (μεταξύ) και "ferre" (φέρνω).
Συνώνυμα: - Plural influence - Complex interaction
Αντώνυμα: - Single interference - Direct signal
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για την φράση "multiple interference" στον αγγλόφωνο κόσμο, καθώς και τη χρήση της στην καθημερινή γλώσσα και σε επιστημονικά κείμενα.