Multiple: Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που αποτελείται από πολλά μέρη, στοιχεία ή παραλλαγές. Στη γλώσσα των Αγγλικών, αναφέρεται συχνά σε ποσότητες ή επιμερισμούς.
Meaning: Υποδηλώνει την έννοια ή τη σημασία ενός όρου, ενός αντικειμένου ή μιας κατάστασης. Χρησιμοποιείται για να αναδείξει την αντίληψη ή την ερμηνεία που έχει κάποιος για κάτι.
The test had multiple meaning questions which confused the students.
(Η εξέταση είχε ερωτήσεις με πολλαπλές σημασίες που μπέρδεψαν τους μαθητές.)
In literature, a single word can have multiple meaning based on the context.
(Στη λογοτεχνία, μία μόνο λέξη μπορεί να έχει πολλαπλές σημασίες ανάλογα με το πλαίσιο.)
Understanding multiple meaning is crucial for language learning.
(Η κατανόηση πολλαπλών νοημάτων είναι κρίσιμη για την εκμάθηση γλώσσας.)
In the exam, there were 25 multiple choice questions.
(Στην εξέταση, υπήρχαν 25 ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής.)
Multiple layers: Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει πολλές πτυχές ή επίπεδα.
The story has multiple layers that make it interesting.
(Η ιστορία έχει πολλαπλά επίπεδα που την κάνουν ενδιαφέρουσα.)
Multiple perspectives: Χρησιμοποιείται για να περιγράψει διάφορες απόψεις ή οπτικές γωνίες σχετικά με ένα θέμα.
Meaning: significance, definition
Αντώνυμα: