Επίθετο
/mʌltɪˈplɪkətɪvli ˈrɪtən/
Ο όρος "multiplicatively written" αναφέρεται σε μία μορφή ή αναπαράσταση που σχετίζεται με τον πολλαπλασιασμό. Συνήθως χρησιμοποιείται σε μαθηματικά ή αλγεβρικές αναφορές για να περιγράψει πώς κάτι μπορεί να έχει αναπαρασταθεί ή εκφραστεί μέσω πολλαπλασιαστικών σχέσεων και παραστάσεων.
Συχνότητα χρήσης Αυτή η έκφραση είναι σχετικά σπάνια στην προφορική γλώσσα και πιο κοινή στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε μαθηματικά και επιστημονικά κείμενα.
The formula can be expressed multiplicatively written using variables.
Η φόρμουλα μπορεί να εκφραστεί πολλαπλασιαστικά γραπτό χρησιμοποιώντας μεταβλητές.
In algebra, functions are often multiplicatively written for clarity.
Στην άλγεβρα, οι συναρτήσεις συχνά γράφονται σε μορφή πολλαπλασιασμού για σαφήνεια.
Multiplicatively written equations simplify the calculation process.
Οι εξισώσεις που είναι γραμμένες πολλαπλασιαστικά απλοποιούν τη διαδικασία υπολογισμού.
Η συγκεκριμένη έκφραση "multiplicatively written" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων. Ωστόσο, η έννοια του "πολλαπλασιασμού" μπορεί να συνδυαστεί με άλλες φράσεις.
"To think multiplicatively" implies considering relationships in terms of ratios or products.
"Να σκέφτεσαι πολλαπλασιαστικά" υπονοεί τη σκέψη για τις σχέσεις σε όρους λόγων ή προϊόντων.
"Multiplicatively increasing" reflects a growth pattern where quantities increase in a multiplicative manner.
"Πολλαπλασιαστικά αυξανόμενο" αναφέρεται σε ένα πρότυπο αύξησης όπου οι ποσότητες αυξάνονται σε πολλαπλασιαστική βάση.
Η λέξη "multiplicatively" προέρχεται από τη ρίζα "multiplicare", που σημαίνει "να πολλαπλασιάζω", από το λατινικό "multiplicatus". Το "written" προέρχεται από την ρίζα "write", που έχει τις ρίζες της στην παλαιά αγγλική γλώσσα.
Συνώνυμα - πολλαπλασιαστικά αναπαρασταμένο - σε μορφή πολλαπλασιασμού
Αντώνυμα - προσθετικά γραμμένο - αθροιστικά αναπαρασταμένο