multiplier of distribution - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

multiplier of distribution (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Multiplier of distribution: Ο όρος αυτός μπορεί να θεωρηθεί ως φράση που συνδυάζει ουσιαστικά. Στον οικονομικό ή μαθηματικό τομέα, ερμηνεύεται πιο συχνά ως ένα ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /ˈmʌl.tɪ.plaɪ.ər ʌv dɪs.trɪˈbjuː.ʃən/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Ο όρος "multiplier of distribution" αναφέρεται σε έναν παράγοντα ή συντελεστή που αυξάνει ή προάγει την κατανομή ενός πόρου ή μιας αξίας σε διάφορους αποδέκτες ή περιοχές. Στα οικονομικά και την εφαρμοσμένη στατιστική, χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τον πολλαπλασιαστή που προκύπτει από την οικονομική δραστηριότητα λόγω της διάθεσης χρημάτων.

Η χρήση του είναι πιο συχνή στα γραπτά κείμενα οικονομικής ανάλυσης και στατιστικής, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε προφορικές συζητήσεις εντός ενός ακαδημαϊκού ή επαγγελματικού πλαισίου.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The multiplier of distribution significantly impacts local economies.
  2. Ο πολλαπλασιαστής διανομής επηρεάζει σημαντικά τις τοπικές οικονομίες.

  3. Understanding the multiplier of distribution can help in resource allocation.

  4. Η κατανόηση του πολλαπλασιαστή διανομής μπορεί να βοηθήσει στην κατανομή πόρων.

  5. Economists agree that the multiplier of distribution is crucial for assessing economic growth.

  6. Οι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι ο πολλαπλασιαστής διανομής είναι κρίσιμος για την εκτίμηση της οικονομικής ανάπτυξης.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ο όρος "multiplier" είναι σημαντικός σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ιδίως σε οικονομικά συμφραζόμενα. Ακολουθούν μερικές φράσεις που περιέχουν το "multiplier":

  1. The fiscal multiplier effect is essential for understanding economic policy.
  2. Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του πολλαπλασιαστή είναι ουσιαστικό για την κατανόηση πολιτικής οικονομίας.

  3. In finance, leverage acts as a multiplier for investment returns.

  4. Στα χρηματοοικονομικά, η μόχλευση λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής για τις αποδόσεις των επενδύσεων.

  5. The multiplier effect of tourism can boost local businesses.

  6. Το αποτέλεσμα του πολλαπλασιαστή του τουρισμού μπορεί να ενισχύσει τις τοπικές επιχειρήσεις.

  7. A high employment multiplier indicates a robust job market.

  8. Ένας υψηλός πολλαπλασιαστής απασχόλησης υποδεικνύει μια ισχυρή αγορά εργασίας.

  9. Understanding the investment multiplier is key to maximizing profit potential.

  10. Η κατανόηση του πολλαπλασιαστή επένδυσης είναι κλειδί για την μεγιστοποίηση της δυναμικής κέρδους.

Ετυμολογία

Ο όρος "multiplier" προέρχεται από το λατινικό "multiplicare," το οποίο σημαίνει "να πολλαπλασιάζω." Η λέξη "distribution" προέρχεται από το λατινικό "distributio," που σημαίνει "διανομή" ή "κατανομή."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Enhancement factor - Allocation multiplier

Αντώνυμα: - Reducing factor - Diminisher of distribution

Αυτές οι υποενότητες παρέχουν μια συνολική ανάλυση του όρου "multiplier of distribution" και των σχέσεών του με την οικονομική θεωρία και πρακτική.



25-07-2024