Multiplier of distribution: Ο όρος αυτός μπορεί να θεωρηθεί ως φράση που συνδυάζει ουσιαστικά. Στον οικονομικό ή μαθηματικό τομέα, ερμηνεύεται πιο συχνά ως ένα ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈmʌl.tɪ.plaɪ.ər ʌv dɪs.trɪˈbjuː.ʃən/
Ο όρος "multiplier of distribution" αναφέρεται σε έναν παράγοντα ή συντελεστή που αυξάνει ή προάγει την κατανομή ενός πόρου ή μιας αξίας σε διάφορους αποδέκτες ή περιοχές. Στα οικονομικά και την εφαρμοσμένη στατιστική, χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τον πολλαπλασιαστή που προκύπτει από την οικονομική δραστηριότητα λόγω της διάθεσης χρημάτων.
Η χρήση του είναι πιο συχνή στα γραπτά κείμενα οικονομικής ανάλυσης και στατιστικής, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε προφορικές συζητήσεις εντός ενός ακαδημαϊκού ή επαγγελματικού πλαισίου.
Ο πολλαπλασιαστής διανομής επηρεάζει σημαντικά τις τοπικές οικονομίες.
Understanding the multiplier of distribution can help in resource allocation.
Η κατανόηση του πολλαπλασιαστή διανομής μπορεί να βοηθήσει στην κατανομή πόρων.
Economists agree that the multiplier of distribution is crucial for assessing economic growth.
Ο όρος "multiplier" είναι σημαντικός σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ιδίως σε οικονομικά συμφραζόμενα. Ακολουθούν μερικές φράσεις που περιέχουν το "multiplier":
Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του πολλαπλασιαστή είναι ουσιαστικό για την κατανόηση πολιτικής οικονομίας.
In finance, leverage acts as a multiplier for investment returns.
Στα χρηματοοικονομικά, η μόχλευση λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής για τις αποδόσεις των επενδύσεων.
The multiplier effect of tourism can boost local businesses.
Το αποτέλεσμα του πολλαπλασιαστή του τουρισμού μπορεί να ενισχύσει τις τοπικές επιχειρήσεις.
A high employment multiplier indicates a robust job market.
Ένας υψηλός πολλαπλασιαστής απασχόλησης υποδεικνύει μια ισχυρή αγορά εργασίας.
Understanding the investment multiplier is key to maximizing profit potential.
Ο όρος "multiplier" προέρχεται από το λατινικό "multiplicare," το οποίο σημαίνει "να πολλαπλασιάζω." Η λέξη "distribution" προέρχεται από το λατινικό "distributio," που σημαίνει "διανομή" ή "κατανομή."
Συνώνυμα: - Enhancement factor - Allocation multiplier
Αντώνυμα: - Reducing factor - Diminisher of distribution
Αυτές οι υποενότητες παρέχουν μια συνολική ανάλυση του όρου "multiplier of distribution" και των σχέσεών του με την οικονομική θεωρία και πρακτική.