Η λέξη "multiresistant" είναι επίθετο.
/mʌltiˈrɪzənt/
Η λέξη "multiresistant" χρησιμοποιείται για να περιγράψει οργανισμούς, ιδιαίτερα βακτήρια, που είναι ανθεκτικοί σε πολλές μορφές φαρμάκων ή θεραπειών. Χρησιμοποιείται συχνά στον ιατρικό και επιστημονικό τομέα, συχνά όταν αναφερόμαστε σε λοιμώξεις που δεν ανταποκρίνονται σε τυπικές θεραπείες. Η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτά πλαίσια, όπως επιστημονικές δημοσιεύσεις και ιατρικές αναφορές.
The hospital reported an increase in multiresistant infections among patients.
(Το νοσοκομείο ανέφερε αύξηση στους πολυανθεκτικούς λοιμούς μεταξύ των ασθενών.)
Scientists are concerned about the rise of multiresistant bacteria.
(Οι επιστήμονες ανησυχούν για την άνοδο των πολυανθεκτικών βακτηρίων.)
Η λέξη "multiresistant" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοια της πολυανθεκτικότητας είναι σχετική με πολλές επιστημονικές και ιατρικές συζητήσεις. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που περιλαμβάνουν την έννοια:
The rise of multiresistant strains is a serious public health concern.
(Η άνοδος των πολυανθεκτικών στελεχών είναι μια σοβαρή ανησυχία για τη δημόσια υγεία.)
Addressing multiresistant pathogens requires a multifaceted approach.
(Η αντιμετώπιση των πολυανθεκτικών παθογόνων απαιτεί μια πολυδιάστατη προσέγγιση.)
Η λέξη "multiresistant" προέρχεται από το πρόθεμα "multi-" που σημαίνει "πολλοί" και το "resistant" που προέρχεται από τη λατινική λέξη "resistens", που σημαίνει "αντιστέκομαι".
Συνώνυμα: - Πολυανθεκτικός - Πολυαντοχής
Αντώνυμα: - Ευαίσθητος (σε θεραπεία) - Ανθεκτικός (με περιορισμούς)