Ο όρος "municipal waters" αναφέρεται στα νερά που παρέχονται ή ελέγχονται από τις τοπικές αρχές για χρήση από τους πολίτες. Αυτά περιλαμβάνουν συχνά το νερό παροχής και τα ύδατα για άρδευση ή διαχείριση αποβλήτων. Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά σε νομικούς και τεχνικούς συμφραζόμενους, συνήθως στο γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
Το δημοτικό συμβούλιο πρότεινε ένα νέο σχέδιο για τη διαχείριση των δημοτικών υδάτων.
There are strict regulations concerning the quality of municipal waters.
Υπάρχουν αυστηροί κανονισμοί σχετικά με την ποιότητα των δημοτικών υδάτων.
Investing in infrastructure for municipal waters is crucial for sustainability.
Ο όρος "municipal waters" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες σχετικές φράσεις που αναφέρονται στη διαχείριση ύδατος και την τοπική αυτοδιοίκηση:
"Η δημοτική αρχή διασφαλίζει την ασφάλεια των δημοτικών υδάτων."
"Investments in municipal waters infrastructure can prevent future water shortages."
"Οι επενδύσεις στις υποδομές των δημοτικών υδάτων μπορούν να αποτρέψουν μελλοντικές ελλείψεις νερού."
"The management of municipal waters is essential for public health."
"Η διαχείριση των δημοτικών υδάτων είναι απαραίτητη για τη δημόσια υγεία."
"Awareness campaigns help educate citizens about the importance of protecting municipal waters."
Ο όρος "municipal" προέρχεται από τη λατινική λέξη "municipalis", που σημαίνει "σχετικά με τις πόλεις" και "waters" προέρχεται από την αγγλική λέξη "water", η οποία έχει γερμανικές ρίζες, που σημαίνει 'υγρό' ή 'υδατώδης ουσία'.
Αυτά είναι τα βασικά στοιχεία επάνω στον όρο "municipal waters".