Το "muonic atom" είναι ουσιαστικό.
/mjuˈɒnɪk ˈætəm/
Το "muonic atom" αναφέρεται σε ένα είδος ατόμου όπου το ηλεκτρόνιο έχει αντικατασταθεί από ένα μυόνιο, το οποίο είναι ένα υποατομικό σωματίδιο παρόμοιο με το ηλεκτρόνιο, αλλά με μεγαλύτερη μάζα. Αυτά τα άτομα έχουν πολύ διαφορετικές ιδιότητες σε σχέση με τα κανονικά άτομα και χρησιμοποιούνται στη φυσική για πειράματα και μελέτες.
Η χρήση του όρου είναι κοινή σε επιστημονικά κείμενα και συζητήσεις που αφορούν τη φυσική των σωματιδίων. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο.
"Οι ερευνητές έχουν δημιουργήσει ένα μυωνικό άτομο για να μελετήσουν τις μοναδικές του ιδιότητες."
"The decay of the muonic atom offers insights into fundamental particle interactions."
Ο όρος "muonic atom" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς σχετίζεται με εξειδικευμένους επιστημονικούς τομείς. Ωστόσο, μπορεί να αναφερθεί σε τέτοιες περιπτώσεις: 1. "The study of muonic atoms is at the forefront of particle physics." - "Η μελέτη των μυωνικών ατόμων βρίσκεται στην πρωτοπορία της φυσικής σωματιδίων."
Ο όρος "muonic" προέρχεται από τη λέξη "muon" (μυόνιο), ένα υποατομικό σωματίδιο που ανακαλύφθηκε τη δεκαετία του 1930. Η λέξη "atom" προέρχεται από το ελληνικό "άτομος," που σημαίνει "μη διαιρετό."
Το "muonic atom" είναι ένα εξειδικευμένο επιστημονικό όρο που ίσως δεν είναι ευρέως γνωστό έξω από τα πεδία της φυσικής.