Επίθετο
/mʌsˈkɪkələs/
Ο όρος "muscicolous" αναφέρεται σε οργανισμούς ή περιβάλλοντα που συνδέονται ή ζουν σε βρύα. Χρησιμοποιείται κυρίως στη βιολογία για να περιγράψει τη σχέση οργανισμών ή φυτών με βρύα (mosses). Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά χαμηλή και συναντάται περισσότερο σε ακαδημαϊκά ή επιστημονικά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
The muscicolous environment of the shaded forest allowed various species to thrive.
Το μουσικοκαλλιεργημένο περιβάλλον του σκιασμένου δάσους επέτρεψε σε διάφορα είδη να ευδοκιμήσουν.
Researchers discovered muscicolous plants that have adapted to live on mosses.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν μουσικοκαλλιεργημένα φυτά που έχουν προσαρμοστεί να ζουν σε βρύα.
Αυτή η λέξη δεν έχει ευρέως αναγνωρισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορούμε να δημιουργήσουμε παραδείγματα που να δείχνουν τη χρήση της σε επιστημονικά ή ακαδημαϊκά πλαίσια:
The muscicolous habitat offers a unique opportunity for biodiversity in the region.
Το μουσικοκαλλιεργημένο οικοσύστημα προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία για βιοποικιλότητα στην περιοχή.
Many species found in muscicolous areas demonstrate interesting adaptations.
Πολλά είδη που βρίσκονται σε μουσικοκαλλιεργημένες περιοχές επιδεικνύουν ενδιαφέρουσες προσαρμογές.
The research focused on muscicolous fungi that play a role in nutrient cycling.
Η έρευνα επικεντρώθηκε σε μουσικοκαλλιεργημένα μύκητες που παίζουν ρόλο στην κυκλοφορία θρεπτικών ουσιών.
Η λέξη "muscicolous" προέρχεται από το λατινικό "muscus", το οποίο σημαίνει "βρύο", σε συνδυασμό με το ελληνικό "kolos", που σημαίνει "να ζει" ή "να καταλαμβάνει", αναφερόμενη σε οργανισμούς που σχετίζονται με βρύα.
Συνώνυμα: - Bryophytic (βρυοφυτικό) - Moss-dwelling (μοσχοκατοικούμενο)
Αντώνυμα: - Non-muscicolous (μη μουσικοκαλλιεργημένο) - Terrestrial (εδαφικό)