Ο όρος "muscle contracture" αποτελείται από δύο λέξεις: "muscle" (ουσιαστικό) και "contracture" (ουσιαστικό).
/mʌsəl kənˈtræk.tʃər/
Η "muscle contracture" αναφέρεται σε μια κατάσταση που συμβαίνει όταν ένας μυς ή μια ομάδα μυών παραμένει σε μια κατάσταση συστολής και δεν μπορεί να χαλαρώσει, οδηγώντας σε περιορισμένη κινητικότητα. Αυτό μπορεί να συμβεί λόγω τραυματισμού, παρατεταμένης ακινησίας ή άλλων ιατρικών καταστάσεων. Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι υψηλή στον ιατρικό και φυσιοθεραπευτικό τομέα, περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Ο ασθενής βιώνει μυϊκή σύσπαση λόγω παρατεταμένης ακινησίας.
Physical therapy can help alleviate muscle contracture after surgery.
Η φυσιοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει στην ανακούφιση της μυϊκής σύσπασης μετά από χειρουργική επέμβαση.
Muscle contracture can lead to significant discomfort and limit mobility.
Η φράση "muscle contracture" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, υπάρχουν μερικές σχετικές προτάσεις που δείχνουν την ενασχόληση με την κατάσταση των μυών:
Είναι σε δύσκολη θέση λόγω της μυϊκής του σύσπασης.
After the accident, she had to deal with muscle contracture every day.
Μετά το ατύχημα, έπρεπε να αντιμετωπίσει τη μυϊκή σύσπαση κάθε μέρα.
Regular stretching is essential to prevent muscle contracture.
Ο όρος "muscle" προέρχεται από τη λατινική λέξη "musculus", που σημαίνει "μικρός ποντικός", λόγω της εμφάνισης των μυών, ενώ η "contracture" προέρχεται από τη λατινική "contractura", που σημαίνει "συμπίεση" ή "σύσπαση".
Συνώνυμα: - Muscle tightening - Muscle stiffness
Αντώνυμα: - Muscle relaxation - Muscle extension
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια εκτενή εικόνα της έννοιας "muscle contracture" και της σημασίας της στα ιατρικά συμφραζόμενα, καθώς και τις σχέσεις της με άλλες λέξεις στη γλώσσα.