musical - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

musical (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

musical είναι επίθετο και ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/mjuːˈzɪkəl/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη musical αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με τη μουσική. Ως επίθετο περιγράφει κάτι που έχει μουσική ποιότητα ή είναι σχετικό με τη μουσική. Ως ουσιαστικό, χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε ένα είδος θεατρικής παράστασης που περιλαμβάνει μουσική, χορό και διάλογο. Χρησιμοποιείται συχνά στα γραπτά και προφορικά, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα στο προφορικό λόγο σε καλλιτεχνικά ή μουσικά συμφραζόμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The musical was a huge success on Broadway.
  2. Το μουσικό ήταν μια τεράστια επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ.

  3. She has a very musical voice that captivates the audience.

  4. Έχει μια πολύ μουσική φωνή που μαγνητίζει το κοινό.

  5. I enjoy listening to musical compositions from different cultures.

  6. Απολαμβάνω να ακούω μουσικές συνθέσεις από διαφορετικούς πολιτισμούς.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ετυμολογία

Η λέξη musical προέρχεται από το λατινικό "musicalis", που σημαίνει "σχετιζόμενος με τη μουσική", και αυτό προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "mousikos", που σημαίνει "σχετικός με τις Μούσες", τις θεότητες της τέχνης και της επιστήμης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα - μουσικός (ως αντωνυμία) - συμφωνικός - ορχηστρικός

Αντώνυμα - άμουσος - σιωπηλός - θορυβώδης (στους αντίθετους όρους του ήχου)



25-07-2024