musical είναι επίθετο και ουσιαστικό.
/mjuːˈzɪkəl/
Η λέξη musical αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με τη μουσική. Ως επίθετο περιγράφει κάτι που έχει μουσική ποιότητα ή είναι σχετικό με τη μουσική. Ως ουσιαστικό, χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε ένα είδος θεατρικής παράστασης που περιλαμβάνει μουσική, χορό και διάλογο. Χρησιμοποιείται συχνά στα γραπτά και προφορικά, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα στο προφορικό λόγο σε καλλιτεχνικά ή μουσικά συμφραζόμενα.
Το μουσικό ήταν μια τεράστια επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ.
She has a very musical voice that captivates the audience.
Έχει μια πολύ μουσική φωνή που μαγνητίζει το κοινό.
I enjoy listening to musical compositions from different cultures.
musical chairs: Ένα παιχνίδι όπου οι συμμετέχοντες περπατούν γύρω από καρέκλες ενώ η μουσική παίζει και όταν σταματήσει, πρέπει να καθίσουν.
Example: We played musical chairs at the party until only one person was left.
Παίξαμε μουσικές καρέκλες στο πάρτι μέχρι να μείνει μόνο ένα άτομο.
musical talent: Αναφέρεται στην ικανότητα ή ταλέντο στη μουσική.
Example: He has a natural musical talent that impresses everyone.
Έχει ένα φυσικό μουσικό ταλέντο που εντυπωσιάζει όλους.
make it musical: Να προσθέσεις μουσική σε μια παράσταση ή εκδήλωση.
Example: We decided to make the presentation musical to keep the audience engaged.
Αποφασίσαμε να κάνουμε την παρουσίαση μουσική για να κρατήσουμε το κοινό ενδιαφερόμενο.
Η λέξη musical προέρχεται από το λατινικό "musicalis", που σημαίνει "σχετιζόμενος με τη μουσική", και αυτό προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "mousikos", που σημαίνει "σχετικός με τις Μούσες", τις θεότητες της τέχνης και της επιστήμης.
Συνώνυμα - μουσικός (ως αντωνυμία) - συμφωνικός - ορχηστρικός
Αντώνυμα - άμουσος - σιωπηλός - θορυβώδης (στους αντίθετους όρους του ήχου)