musician - ουσιαστικό
/mjuˈzɪʃ(ə)n/
Η λέξη "musician" αναφέρεται σε άτομο που παίζει μουσικά όργανα ή τραγουδά με σκοπό την καλλιτεχνική έκφραση ή/και επαγγελματική δραστηριότητα. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των Αγγλικά και μπορεί να περιλαμβάνει οποιοδήποτε άτομο που ανήκει στον χώρο της μουσικής, είτε είναι σολίστας, μέλος συγκρότημα, είτε συνθέτης. Γενικά, η λέξη έχει μέτρια έως υψηλή συχνότητα χρήσης, με αρκετές εμφανίσεις σε προφορική και γραπτή γλώσσα.
The musician performed beautifully at the concert.
Ο μουσικός εκτέλεσε όμορφα στη συναυλία.
She wants to become a famous musician one day.
Θέλει να γίνει μια διάσημη μουσικός μια μέρα.
My brother is a talented musician who plays the guitar.
Ο αδελφός μου είναι ένας ταλαντούχος μουσικός που παίζει την κιθάρα.
Η λέξη "musician" μπορεί να είναι παρούσα σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Musician at heart
Translation: Μουσικός στην καρδιά.
Σημαίνει ότι κάποιος έχει πάθος για τη μουσική, ακόμη και αν δεν ασχολείται επαγγελματικά με αυτήν.
A struggling musician
Translation: Ένας αγωνιζόμενος μουσικός.
Αναφέρεται σε κάποιον που προσπαθεί να επιτύχει στη μουσική βιομηχανία, αλλά αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες.
Musician’s ear
Translation: Αυτί μουσικού.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ικανότητα κάποιου να αναγνωρίζει νότες και αρμονίες.
Natural musician
Translation: Φυσικός μουσικός.
Αναφέρεται σε κάποιον που έχει έμφυτη ικανότητα ή ταλέντο στη μουσική.
Self-taught musician
Translation: Αυτοδίδακτος μουσικός.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει μάθει να παίζει μουσική χωρίς επίσημη εκπαίδευση.
Professional musician
Translation: Επαγγελματίας μουσικός.
Ένας μουσικός που βγάζει τα προς το ζην από τη μουσική του δραστηριότητα.
Η λέξη "musician" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "musicien," που σημαίνει "μουσικός," η οποία με τη σειρά της προέρχεται από το λατινικό "musica," αποδεικνύοντας τη μακρά ιστορία της λέξης στην μουσική κουλτούρα.
Συνώνυμα: - Performer (εκτελεστής) - Artist (καλλιτέχνης) - Virtuoso (δεξιοτέχνης)
Αντώνυμα: - Non-musician (μη μουσικός) - Listener (ακροατής) - Audience member (μέλος του κοινού)