Το "muss" είναι ρήμα.
/mʌs/
Στην αγγλική γλώσσα, το "muss" χρησιμοποιείται κυρίως ως μια μορφή του ρήματος "must," που υποδηλώνει αναγκαιότητα ή υποχρέωση. Χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου κάτι είναι απαραίτητο να συμβεί ή να γίνει.
Συχνότητα Χρήσης: Το "muss" είναι λιγότερο κοινό στον προφορικό λόγο και συναντάται περισσότερο σε γραπτά κείμενα ή επίσημες τοποθετήσεις. Δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένο και μπορεί να θεωρηθεί κάπως παλιομοδίτικο.
Πρέπει να ακολουθήσεις τους κανόνες για να πετύχεις.
She muss make a decision by tomorrow.
Το "muss" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι εκφράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια του "αναγκαίου" ή του "υποχρεωτικού" μπορεί να χρησιμοποιούν διάφορα παραλλαγμένα ρήματα.
Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να εξετάσεις όλες τις επιλογές σου.
They muss understand the importance of hard work.
Η λέξη "muss" προέρχεται από το μεσαίο αγγλικό "mus," το οποίο ήταν μορφή του "must." Το "must" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "moste," που σημαίνει "να είναι αναγκαίο."
Συνώνυμα: - must - have to
Αντώνυμα: - can - may
Αυτή η επιλογή λέξεων αποδεικνύει ότι το "muss" συνδέεται άμεσα με την έννοια της υποχρεωτικότητας σε αντίθεση με κάτι που μπορεί να είναι προαιρετικό.