muss - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

muss (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "muss" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/mʌs/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Στην αγγλική γλώσσα, το "muss" χρησιμοποιείται κυρίως ως μια μορφή του ρήματος "must," που υποδηλώνει αναγκαιότητα ή υποχρέωση. Χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου κάτι είναι απαραίτητο να συμβεί ή να γίνει.

Συχνότητα Χρήσης: Το "muss" είναι λιγότερο κοινό στον προφορικό λόγο και συναντάται περισσότερο σε γραπτά κείμενα ή επίσημες τοποθετήσεις. Δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένο και μπορεί να θεωρηθεί κάπως παλιομοδίτικο.

Παραδείγματα Χρήσης

  1. You muss follow the rules to succeed.
  2. Πρέπει να ακολουθήσεις τους κανόνες για να πετύχεις.

  3. She muss make a decision by tomorrow.

  4. Αυτή πρέπει να πάρει μια απόφαση μέχρι αύριο.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "muss" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι εκφράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια του "αναγκαίου" ή του "υποχρεωτικού" μπορεί να χρησιμοποιούν διάφορα παραλλαγμένα ρήματα.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

  1. What you muss do is consider all your options.
  2. Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να εξετάσεις όλες τις επιλογές σου.

  3. They muss understand the importance of hard work.

  4. Πρέπει να καταλάβουν τη σημασία της σκληρής δουλειάς.

Ετυμολογία

Η λέξη "muss" προέρχεται από το μεσαίο αγγλικό "mus," το οποίο ήταν μορφή του "must." Το "must" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "moste," που σημαίνει "να είναι αναγκαίο."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - must - have to

Αντώνυμα: - can - may

Αυτή η επιλογή λέξεων αποδεικνύει ότι το "muss" συνδέεται άμεσα με την έννοια της υποχρεωτικότητας σε αντίθεση με κάτι που μπορεί να είναι προαιρετικό.



25-07-2024