Mussel είναι ουσιαστικό (noun).
/ˈmʌsəl/
Η λέξη "mussel" αναφέρεται σε ένα θαλάσσιο μαλάκιο που ανήκει στην οικογένεια των Mytilidae. Αυτά τα ζώα έχουν δύο κέλυφος και είναι συνήθως κολλημένα σε βράχους ή άλλες επιφάνειες. Γενικά καταναλώνονται ως τροφή και είναι δημοφιλή σε διάφορες κουζίνες παγκοσμίως.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στη γλωσσική παράδοση, κυρίως σε γαστρονομικά και θαλάσσια συμφραζόμενα, καθώς και στην επιστήμη της βιολογίας θαλάσσιας ζωής.
Η λέξη "mussel" χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό λόγο, όπως άρθρα ή βιβλία σχετικά με συνταγές ή επιστήμη, αλλά μπορεί να ακούγεται και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε συνομιλίες σχετικά με θαλασσινά.
Μου αρέσει να τρώω πιάτα με μύδια το καλοκαίρι.
The restaurant is famous for its garlic mussel recipe.
Το εστιατόριο είναι διάσημο για τη συνταγή του με μύδια και σκόρδο.
Fishing for mussels requires a special license.
Η λέξη "mussel" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να σχετίζεται με άλλες φράσεις ή εκφράσεις συνδυασμένες με θαλασσινά ή μαλάκια.
Ας γιορτάσουμε με μύδια για δείπνο.
She’s as tough as a mussel when it comes to overcoming challenges.
Είναι δύσκολη όπως ένα μύδι όταν πρόκειται να αντιμετωπίσει προκλήσεις.
He got mussel-bound in the debate and couldn't think straight.
Η λέξη "mussel" προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "muscelle" και τη λατινική "musculus", που σημαίνει "μικρό ποντίκι", όρος που πιθανόν αναφερόταν στο σχήμα του μαλακίου.
Συνώνυμα: - Shellfish (οστρακοειδή)
Αντώνυμα: - None (δεν υπάρχουν άμεσοι αντίθετοι όροι, καθώς το "mussel" αναφέρεται ειδικά σε συγκεκριμένο τύπο θαλάσσιου μαλακίου).