Όρος: Mustee
Μέρος του λόγου: Ουσιαστικό
Διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /ˈmʌstiː/
Σημασία: Η λέξη "mustee" χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά στην καθημερινή ομιλία και γενικά αναφέρεται σε άτομο που είναι υβρίδιο ή μισό-λευκό και μισό-έγχρωμο. Αν και η λέξη είναι σπάνια, οι χρήσεις της μπορεί να εμφανιστούν σε κοινωνιολογικά ή ιστορικά συμφραζόμενα.
Συχνότητα Χρήσης: Η λέξη "mustee" έχει πρόκειται να χρησιμοποιείται περισσότερο σε ιστορικά ή κοινωνιολογικά κείμενα και λιγότερο στην καθημερινή ομιλία.
Ο όρος mustee χρησιμοποιούνταν συχνά κατά τις συζητήσεις για τη φυλή στην Αμερική.
In the 19th century, the identity of a mustee was a complex issue.
Στον 19ο αιώνα, η ταυτότητα ενός mustee ήταν ένα περίπλοκο ζήτημα.
Many mustees faced unique challenges within their communities.
Η λέξη "mustee" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κοινωνιολογικά συμφραζόμενα. Ορισμένες φράσεις μπορεί να περιλαμβάνουν τον αντίκτυπο της πολιτιστικής και φυλετικής ταυτότητας.
Η εμπειρία του mustee τον 19ο αιώνα αποκαλύπτει πολλά σχετικά με τις κοινωνικές απόψεις για τη φυλή.
A mustee often felt torn between two worlds.
Η λέξη "mustee" προέρχεται από τη συσσώρευση των λέξεων που σχετίζονται με την φυλή και την κοινωνική κατάσταση των ανθρώπων, καθώς και από γλώσσες όπως η γαλλική και η ισπανική.
Συνώνυμα:
- Mestizo (ισπανική προέλευση)
- Multiracial (πολυφυλετικός)
Αντώνυμα:
- Monoracial (μονοφυλετικός)
- Purebred (καθάριο αίμα)