Muster-roll είναι ένα ουσιαστικό.
/ˈmʌstər roʊl/
Η λέξη "muster-roll" αναφέρεται σε έναν κατάλογο ή λίστα ατόμων, συχνά χρησιμοποιούμενος για να δηλώσει ποιοι συμμετέχουν σε μια ιδιότυπη ομάδα ή εκδήλωση, όπως στρατιωτική μονάδα, εκπαίδευση ή ομάδα εργασίας. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως σε στρατιωτικά ή οργανωτικά συμφραζόμενα. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενος στον γραπτό λόγο, σε επίσημα ή ιστορικά κείμενα.
The soldiers were called by name from the muster-roll.
(Οι στρατιώτες κλήθηκαν ανά όνομα από τον κατάλογο.)
Before starting the training, we checked the muster-roll for attendance.
(Πριν ξεκινήσουμε την εκπαίδευση, ελέγξαμε τον κατάλογο για την παρουσία.)
Η λέξη "muster-roll" δεν είναι συνηθισμένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συσχετιστεί με στρατιωτικές ή οργανωτικές φράσεις.
He was proud to see his name on the muster-roll of the battalion.
(Ήταν περήφανος να δει το όνομά του στον κατάλογο του τάγματος.)
The muster-roll indicates who is fit for duty.
(Ο κατάλογος υποδεικνύει ποιος είναι ικανός για υπηρεσία.)
Each month, the muster-roll is updated to reflect personnel changes.
(Κάθε μήνα, ο κατάλογος ενημερώνεται για να αντικατοπτρίζει τις αλλαγές προσωπικού.)
Η λέξη "muster" προέρχεται από το λατινικό "mūstrāre" που σημαίνει "να δείχνω" και σχετίζεται με την έννοια της συγκέντρωσης ατόμων. Ο όρος "roll" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "rouleau", που σημαίνει "κύλινδρος" ή "λίστα", υποδηλώνοντας τη μορφή ή δομή της καταχώρισης.
Συνώνυμα: - Κατάλογος - Λίστα - Εγγραφή
Αντώνυμα: - Απουσία - Μη καταγραφή - Εξαφάνιση