mutely - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

mutely (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Adverb (Επίρρημα)

Φωνητική μεταγραφή

/ˈmjuːtli/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "mutely" χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη δράση ή την κατάσταση του να είναι κάποιος ή κάτι σιωπηλά, δηλαδή χωρίς ήχο ή ομιλία. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτό πλαίσιο και σε κομμάτια λογοτεχνίας ή περιγραφής καταστάσεων, λιγότερο συχνά στην καθημερινή προφορική γλώσσα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. She mutely agreed with his opinion, showing no signs of dissent.
  2. Συμφώνησε σιωπηλά με τη γνώμη του, χωρίς να δείξει κανένα σημάδι διαφωνίας.

  3. The audience listened mutely to the heartbreaking story.

  4. Το κοινό άκουσε σιωπηλά την συγκινητική ιστορία.

  5. He watched mutely as the events unfolded before him.

  6. Παρακολουθούσε σιωπηλά καθώς τα γεγονότα εκτυλίσσονταν μπροστά του.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "mutely" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και όχι πολύ συχνά. Παρόλο που η χρήση της μπορεί να είναι περιορισμένη, υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις όπου συνδυάζεται με άλλες λέξεις για να αποδώσει πιο συγκεκριμένες έννοιες.

  1. Mutely witnessing the destruction of the city left them in shock.
  2. Η σιωπηλή παρακολούθηση της καταστροφής της πόλης τους άφησε έκπληκτους.

  3. When he realized the truth, he stood mutely in disbelief.

  4. Όταν συνειδητοποίησε την αλήθεια, στάθηκε σιωπηλός με απιστία.

  5. She expressed her feelings mutely, through her tears.

  6. Η έκφραση των συναισθημάτων της έγινε σιωπηλά, μέσα από τα δάκρυά της.

  7. The dog barked mutely, as if trying to communicate without sound.

  8. Ο σκύλος γάβγισε σιωπηλά, σαν να προσπαθούσε να επικοινωνήσει χωρίς ήχο.

  9. He could only watch mutely as the argument escalated.

  10. Μπορούσε μόνο να παρακολουθεί σιωπηλά καθώς η διαμάχη κλιμακωνόταν.

Ετυμολογία

Η λέξη "mutely" προέρχεται από το αγγλικό "mute", που σημαίνει "σιωπηλός" ή "χωρίς ήχο", το οποίο καταλήγει στο -ly για να σχηματίσει το επίρρημα. Η λέξη "mute" έχει τις ρίζες της στο λατινικό "mutus", που σημαίνει "σιωπηλός".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Silently (σιωπηλά) - Wordlessly (χωρίς λόγια)

Αντώνυμα: - Loudly (θορυβωδώς) - Verbally (οπτικά)



25-07-2024