Adverb (Επίρρημα)
/ˈmjuːtli/
Η λέξη "mutely" χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη δράση ή την κατάσταση του να είναι κάποιος ή κάτι σιωπηλά, δηλαδή χωρίς ήχο ή ομιλία. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτό πλαίσιο και σε κομμάτια λογοτεχνίας ή περιγραφής καταστάσεων, λιγότερο συχνά στην καθημερινή προφορική γλώσσα.
Συμφώνησε σιωπηλά με τη γνώμη του, χωρίς να δείξει κανένα σημάδι διαφωνίας.
The audience listened mutely to the heartbreaking story.
Το κοινό άκουσε σιωπηλά την συγκινητική ιστορία.
He watched mutely as the events unfolded before him.
Η λέξη "mutely" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και όχι πολύ συχνά. Παρόλο που η χρήση της μπορεί να είναι περιορισμένη, υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις όπου συνδυάζεται με άλλες λέξεις για να αποδώσει πιο συγκεκριμένες έννοιες.
Η σιωπηλή παρακολούθηση της καταστροφής της πόλης τους άφησε έκπληκτους.
When he realized the truth, he stood mutely in disbelief.
Όταν συνειδητοποίησε την αλήθεια, στάθηκε σιωπηλός με απιστία.
She expressed her feelings mutely, through her tears.
Η έκφραση των συναισθημάτων της έγινε σιωπηλά, μέσα από τα δάκρυά της.
The dog barked mutely, as if trying to communicate without sound.
Ο σκύλος γάβγισε σιωπηλά, σαν να προσπαθούσε να επικοινωνήσει χωρίς ήχο.
He could only watch mutely as the argument escalated.
Η λέξη "mutely" προέρχεται από το αγγλικό "mute", που σημαίνει "σιωπηλός" ή "χωρίς ήχο", το οποίο καταλήγει στο -ly για να σχηματίσει το επίρρημα. Η λέξη "mute" έχει τις ρίζες της στο λατινικό "mutus", που σημαίνει "σιωπηλός".
Συνώνυμα: - Silently (σιωπηλά) - Wordlessly (χωρίς λόγια)
Αντώνυμα: - Loudly (θορυβωδώς) - Verbally (οπτικά)