Ρήμα
/mjuː.tɪ.leɪt/
Η λέξη "mutilate" αναφέρεται στη πράξη του να προκαλέσει σοβαρή βλάβη ή απώλεια σε ένα σώμα ή αντικείμενο, συνήθως με τον ακρωτηριασμό ή την παραμόρφωση. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά, νομικά και κοινωνικά πλαίσια και έχει αρνητική χροιά. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο.
The cruel act was meant to mutilate the statue beyond recognition.
Η σκληρή πράξη προοριζόταν να ακρωτηριάσει το άγαλμα πέρα από οποιαδήποτε αναγνώριση.
He was accused of attempting to mutilate the evidence in the investigation.
Κατηγορήθηκε για απόπειρα παραμόρφωσης των αποδείξεων στην έρευνα.
Reports suggested that the animal had been mutilated by unknown assailants.
Οι αναφορές πρότειναν ότι το ζώο είχε ακρωτηριαστεί από άγνωστους επιτιθέμενους.
Η λέξη "mutilate" δεν έχει πολλές κοινές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες εκφράσεις που αναφέρονται σε καταστροφή ή βλάβη.
The incident left him feeling emotionally mutilated.
Το περιστατικό τον άφησε να νιώθει συναισθηματικά ακρωτηριασμένος.
The war mutilated the landscape, leaving scars that will never heal.
Ο πόλεμος παραμόρφωσε το τοπίο, αφήνοντας ουλές που δεν θα γιατρευτούν ποτέ.
The review criticized the edits that mutilated the original concept of the film.
Η κριτική κατήγγειλε τις τροποποιήσεις που ακρωτηρίασαν την αρχική έννοια της ταινίας.
Η λέξη "mutilate" προέρχεται από το λατινικό "mutilare", που σημαίνει "να ακρωτηριάζω", το οποίο προέρχεται από το "mutilus", που σημαίνει "ακρωτηριασμένος".
Συνώνυμα: - disable - maim - disfigure
Αντώνυμα: - heal - restore - improve