Μάλλον όνομα (Noun)
/ˈmʌt.ən/
Η λέξη "mutton" αναφέρεται στο κρέας του προβάτου, συνήθως από ολόκληρο το ζώο που είναι άνω των ενός έτους. Στη γλώσσα των Αγγλόφωνων, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε συμφραζόμενα που σχετίζονται με μαγείρεμα και παρασκευή φαγητού. Χρησιμοποιείται περισσότερα σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να ακουστεί και στον προφορικό λόγο σε σχετικά συνθήκες.
Η λέξη "mutton" δεν είναι πολύ κοινή στην καθημερινή ομιλία και μπορεί να χρησιμοποιείται πιο συχνά σε ειδικές περιπτώσεις όπως σε εστιατόρια ή συνταγές, και τείνει να είναι πιο δημοφιλής στο Ηνωμένο Βασίλειο σε σύγκριση με τις ΗΠΑ.
"Ετοίμασα ένα νόστιμο κάρυ αρνιού για δείπνο."
"Mutton is often used in traditional recipes during festivals."
"Το αρνί χρησιμοποιείται συχνά σε παραδοσιακές συνταγές κατά τη διάρκεια των θρησκευτικών γιορτών."
"She prefers mutton over beef because of its flavor."
Η λέξη "mutton" μπορεί να εμφανιστεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις ή φράσεις σχετικές με την κουζίνα:
"He was so full after dinner, he was on the mutton."
"Mutton dressed as lamb"
"She wears such trendy clothes; it's a case of mutton dressed as lamb."
"You can't make mutton out of lamb."
Η λέξη "mutton" προέρχεται από το μεσαίο αγγλικό "mutton" που προήλθε από τη γαλλική λέξη "mouton", η οποία σημαίνει «πρόβατο», και έχει ρίζες στη λατινική λέξη "mānsu" που σημαίνει «παρόμοιο».
Συνώνυμα: - Lamb (σε αναφορά σε νεαρό πρόβατο) - Sheep meat
Αντώνυμα: - Beef (βοδινό κρέας) - Pork (χοιρινό κρέας)