Mutual Overtaking: Ουσιαστικό
/mjuːtʃuəl ˈoʊvərˌteɪkɪŋ/
Η φράση "mutual overtaking" αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου δύο ή περισσότεροι συμμετέχοντες προσπερνούν ο ένας τον άλλο ταυτόχρονα. Συνήθως χρησιμοποιείται σε πλαίσια όπως η οδήγηση, ο αθλητισμός ή άλλες ανταγωνιστικές καταστάσεις. Αν και η συγκεκριμένη φράση δεν είναι πολύ κοινή στην καθημερινή γλώσσα, μπορεί να συναντηθεί σε πιο τεχνικά ή ειδικά συμφραζόμενα.
Η χρήση της φράσης μπορεί να παρατηρηθεί συχνά σε γραπτές περιγραφές ή τεχνικά κείμενα, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε προφορικό λόγο σε ειδικές περιπτώσεις.
During the race, mutual overtaking happened on several occasions.
Κατά τη διάρκεια του αγώνα, συνέβησαν αμοιβαίες προσπεράσεις σε πολλές περιπτώσεις.
In busy traffic, mutual overtaking can lead to dangerous situations.
Στην πυκνή κυκλοφορία, οι αμοιβαίες προσπεράσεις μπορεί να οδηγήσουν σε επικίνδυνες καταστάσεις.
The cyclists engaged in mutual overtaking, making the competition more thrilling.
Οι ποδηλάτες συμμετείχαν σε αμοιβαία προσπεράσεις, κάνοντας τον ανταγωνισμό πιο συγκλονιστικό.
Η φράση "mutual overtaking" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε πιο γενικά συμφραζόμενα.
The concept of mutual overtaking in teamwork can enhance productivity.
Η έννοια της αμοιβαίας προσπέρασης στη συνεργασία μπορεί να ενισχύσει την παραγωγικότητα.
In negotiations, mutual overtaking between the parties can lead to better outcomes.
Σε διαπραγματεύσεις, η αμοιβαία προσπέραση μεταξύ των μερών μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα.
Safety measures are crucial to prevent accidents during mutual overtaking on highways.
Τα μέτρα ασφαλείας είναι κρίσιμα για την αποφυγή ατυχημάτων κατά τη διάρκεια αμοιβαίων προσπεράσεων σε αυτοκινητοδρόμους.
Η λέξη "mutual" προέρχεται από το λατινικό "mutuus", που σημαίνει "αμοιβαίος". Η λέξη "overtaking" είναι το μέρος του λόγου που προέρχεται από το ρήμα "overtake", το οποίο συνδυάζει το "over-" (πάνω) και "take" (πήρω).
Συνώνυμα:
- reciprocal overtaking
- simultaneous overtaking
Αντώνυμα:
- stationary keeping
- following (σε περιβάλλον οδήγησης ή αγώνα)
Αυτή η ανάλυση της φράσης "mutual overtaking" ελπίζω να είναι βοηθητική!