Η φράση "mutual wall" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
[mjuːtʃuəl wɔːl]
Η φράση "mutual wall" αναφέρεται σε έναν τοίχο που είναι κοινός ή αμοιβαίος ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες πλευρές, συνήθως σε σχέση με κτίρια ή ιδιοκτησίες. Στη γλώσσα των αγγλικών, χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά ή αρχιτεκτονικά συμφραζόμενα. Δεν είναι μια πολύ συχνά χρησιμοποιούμενη φράση στον προφορικό λόγο και μπορεί να προτιμάται σε γραπτά κείμενα.
The neighbors decided to paint the mutual wall a bright color.
Οι γείτονες αποφάσισαν να βάψουν τον κοινό τοίχο σε έντονο χρώμα.
Disputes over the mutual wall have been common in the neighborhood.
Οι διαφωνίες σχετικά με τον αμοιβαίο τοίχο έχουν γίνει συχνές στη γειτονιά.
A proper agreement is essential for maintaining the mutual wall.
Μια σωστή συμφωνία είναι απαραίτητη για τη συντήρηση του κοινό τοίχου.
Η φράση "mutual wall" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε χαρακτηριστικές ιδιωματικές εκφράσεις ή φράσεις. Ωστόσο, μπορούμε να αναφέρουμε κάποιες ιδέες που σχετίζονται:
"Between a rock and a mutual wall."
Αντιμετωπίζοντας μια δύσκολη κατάσταση μεταξύ δύο επιλογών.
(Αντιμετωπίζοντας μια δύσκολη κατάσταση μεταξύ δύο επιλογών.)
"Build bridges, not mutual walls."
Να δημιουργούμε σχέσεις αντί να χτίζουμε εμπόδια.
(Να δημιουργούμε σχέσεις αντί να χτίζουμε εμπόδια.)
"Mutual wall of understanding."
Η αμοιβαία κατανόηση που μπορεί να ενισχύσει τις σχέσεις.
(Η αμοιβαία κατανόηση που μπορεί να ενισχύσει τις σχέσεις.)
Η λέξη "mutual" προέρχεται από το Λατινικό "mutuus", που σημαίνει "αμοιβαίος", ενώ "wall" προέρχεται από το Αγγλοσαξονικό "weall", που σημαίνει "τοίχος". Μαζί οι λέξεις υποδηλώνουν ένα κοινό ή αμοιβαίο δομικό στοιχείο.
Συνώνυμα:
- common wall
- dividing wall
Αντώνυμα:
- separate wall
- individual wall