Ο όρος "mydriatic pupil" είναι ένα ουσιαστικό.
/mɪˈdraɪ.ə.tɪk ˈpjuː.pəl/
Ο όρος "mydriatic pupil" αναφέρεται στην κατάσταση όπου η κόρη του ματιού είναι διασταλμένη, κάτι που μπορεί να συμβαίνει φυσικά σε χαμηλό φωτισμό ή αν χρησιμοποιηθούν οφθαλμικές μυδριατικές σταγόνες. Η κατάσταση της μυδρίας μπορεί να είναι φυσιολογική ή να υποδηλώνει κάποιο πρόβλημα ή ασθένεια.
Η χρήση του όρου είναι πιο συχνή στον ιατρικό και επιστημονικό τομέα, ιδίως σε κείμενα σχετικούς με την οφθαλμολογία ή γενικά την ιατρική. Χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.
Κατά τη διάρκεια της εξέτασης, η μυδριατική κόρη του ασθενούς υποδήλωσε την ανάγκη περαιτέρω δοκιμών.
The doctor used a mydriatic agent to dilate the pupil for a better view of the retina.
Ο γιατρός χρησιμοποίησε ένα μυδριατικό παράγοντα για να διαστρέψει την κόρη για καλύτερη θέα της αμφιβληστροειδούς.
Mydriatic pupils can be a sign of neurological issues if they do not respond to light.
Η φράση "mydriatic pupil" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις καθώς είναι τεχνικός όρος. Ωστόσο, μπορεί να ενσωματωθεί σε ιατρικές πλαισιώσεις ή φράσεις.
Η παρουσία μιας μυδριατικής κόρης μπορεί να υποδηλώνει κάποια φάρμακα.
In trauma cases, a mydriatic pupil may be a cause for concern.
Σε περιπτώσεις τραυματισμών, μια μυδριατική κόρη μπορεί να είναι αιτία ανησυχίας.
Mydriatic pupils sometimes complicate the diagnosis of eye conditions.
Ο όρος "mydriatic" προέρχεται από την ελληνική λέξη "mydriasis", που σημαίνει "διαστολή της κόρης". Η λέξη "pupil" επίσης προέρχεται από την Λατινική "pupa", που σημαίνει "κούκλα", καθώς η κόρη εμφανίζεται ως μικρή "κούκλα" στο κέντρο του ματιού.
Συνώνυμα: - Dilated pupil (διασταλμένη κόρη) - Enlarged pupil (μεγεθυμένη κόρη)
Αντώνυμα: - Constricted pupil (συρρικνωμένη κόρη) - Narrow pupil (στενή κόρη)