Η λέξη "myeline" είναι ουσιαστικό (noun).
/mɪˈɛlɪn/
Η μυελίνη είναι μια λιπιδική ουσία που τυλίγει τους αξόνες των νεύρων στο κεντρικό και περιφερικό νευρικό σύστημα. Λειτουργεί ως μονωτής, επιταχύνοντας τη μετάδοση των νευρικών ακουστικών σημάτων.
Η χρήση της μυελίνης είναι περισσότερο τεχνική και επιστημονική, που αφορά κυρίως τις βιολογικές και ιατρικές επιστήμες. Η μυελίνη είναι ένα κρίσιμο στοιχείο στη νευρολογία και τις νευροεπιστήμες.
Η βλάβη στο περίβλημα της μυελίνης μπορεί να οδηγήσει σε διάφορες νευρολογικές διαταραχές.
Researchers are exploring how to regenerate myeline in patients with multiple sclerosis.
Η λέξη "myeline" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στα αγγλικά. Ωστόσο, μπορεί να αναφέρεται σε επιστημονικές έννοιες ή σε συζητήσεις που σχετίζονται με την υγεία. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που δείχνουν την χρήση της σε επιστημονικά συμφραζόμενα:
Η απώλεια μυελίνης είναι ένας σημαντικός παράγοντας στην πρόοδο των νευροεκφυλιστικών ασθενειών.
Understanding how myeline functions is essential for developing treatments for demyelinating diseases.
Η κατανόηση της λειτουργίας της μυελίνης είναι ουσιώδης για την ανάπτυξη θεραπειών για τις απομυελινωτικές ασθένειες.
The role of myeline in nerve signaling cannot be understated in neurobiology.
Η λέξη "myeline" προέρχεται από το ελληνικό "μυέλιος" (myelios), που σημαίνει "σχετικός με το μυελό". Συνδέεται με τον όρο "μυελός", αναφερόμενος στο μυελό των οστών ή τα νευρικά κύτταρα.
Η "myeline" είναι μια εξειδικευμένη λέξη που ενδέχεται να μην χρησιμοποιείται ευρέως στη καθημερινή γλώσσα, αλλά έχει σημαντική χρήση σε επιστημονικά και ιατρικά κείμενα.