Η μυελοτοξικότητα αναφέρεται στη δηλητηριώδη επίδραση που έχει μια ουσία στον μυελό των οστών, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την παραγωγή των κυττάρων του αίματος. Οι ουσίες που προκαλούν μυελοτοξικότητα περιλαμβάνουν ορισμένα φάρμακα (κυρίως χημειοθεραπευτικά). Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και φαρμακευτικά πλαίσια.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, ενδεχομένως σε ιατρικές μελέτες ή αναφορές.
Η μυελοτοξικότητα μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές στη θεραπεία του καρκίνου.
Doctors must monitor patients for signs of myelotoxicity when administering chemotherapy.
Οι γιατροί πρέπει να παρακολουθούν τους ασθενείς για σημεία μυελοτοξικότητας κατά την χορήγηση χημειοθεραπείας.
Understanding myelotoxicity is crucial for developing safer medications.
Η λέξη "myelotoxicity" δεν είναι μια κοινή λέξη για ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να αναφερθεί σε γνωστά ιατρικά ή φαρμακευτικά πλαίσια.
"Ο κίνδυνος μυελοτοξικότητας θα πρέπει να αντιμετωπιστεί πριν να ξεκινήσει οποιαδήποτε νέα θεραπεία."
"Increased awareness of myelotoxicity can improve patient outcomes."
"Η αυξημένη ευαισθητοποίηση για τη μυελοτοξικότητα μπορεί να βελτιώσει τα αποτελέσματα των ασθενών."
"Research on myelotoxicity is essential for the safety of chemotherapy regimens."
Η λέξη προέρχεται από τα ελληνικά "μυελός" (myelos, που σημαίνει "μυελός των οστών") και "τοξικότητα" (toxicity, από το "τοξικόν", που σημαίνει "δηλητηριώδης").
Hematotoxicity (αιματοτοξικότητα)
Αντώνυμα: