myristoleic acid - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

myristoleic acid (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

/mɪrɪstəˈleɪɪk ˈæsɪd/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το μυριστολεϊκό οξύ είναι ένα κορεσμένο λιπαρό οξύ που βρίσκεται σε διάφορα φυτικά και ζωικά έλαια, ιδιαίτερα σε έλαια καρύδας και φυτικά λίπη. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τροφοδοσίας αλλά και σε φαρμακευτικά προϊόντα. Στις αγγλικές προτάσεις, χρησιμοποιείται συνήθως σε επιστημονικά κείμενα και συζητήσεις που αφορούν τη χημεία ή τη διατροφή.

Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό κείμενο, πιο συχνά σε επιστημονικά ή τεχνικά συμφραζόμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. "Myristoleic acid is found in certain vegetable oils."
    Το μυριστολεϊκό οξύ βρίσκεται σε ορισμένα φυτικά έλαια.

  2. "The health benefits of myristoleic acid are being studied."
    Τα οφέλη για την υγεία του μυριστολεϊκού οξύ μελετώνται.

  3. "Researchers have isolated myristoleic acid from several plant sources."
    Οι ερευνητές έχουν απομονώσει το μυριστολεϊκό οξύ από πολλές φυτικές πηγές.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ενώ το μυριστολεϊκό οξύ μπορεί να μην χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, υπάρχει ενδιαφέρον στη σχετική του έννοια:

  1. "The study highlights the role of myristoleic acid in reducing inflammation."
    Η μελέτη επισημαίνει τον ρόλο του μυριστολεϊκού οξέος στη μείωση της φλεγμονής.

  2. "Including myristoleic acid in your diet may enhance your well-being."
    Η συμπερίληψη του μυριστολεϊκού οξέος στη διατροφή σας μπορεί να βελτιώσει την ευεξία σας.

  3. "Experts recommend a balanced intake of myristoleic acid for optimal health."
    Οι ειδικοί συνιστούν μια ισορροπημένη πρόσληψη μυριστολεϊκού οξέος για βέλτιστη υγεία.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη “myristoleic” προέρχεται από το λατινικό “myristica” που σημαίνει "μυριστική," το οποίο σχετίζεται με τον κόλπο του μυριστικού δέντρου (Myristica fragrans), και τη λέξη “oleic” που προέρχεται από το λατινικό “oleum” που σημαίνει "λάδι."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - C14:1 (ή ενιαία λιπαρή οξύ μυριστόλη)

Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν άμεσοι αντώνυμοι για το μυριστολεϊκό οξύ, καθώς ανήκει σε συγκεκριμένη κατηγορία λιπαρών οξέων. Ωστόσο, σε συγκριτικά συμφραζόμενα, μπορεί να συγκριθεί με κορεσμένα ή ακόρεστα λιπαρά οξέα γενικά.

Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα του μυριστολεϊκού οξέος, τη σημασία του στη διατροφή και τη χημεία, καθώς και τη χρήση του στη γλώσσα.



25-07-2024