Επίθετο (ή φράση που λειτουργεί ως επίθετο)
/ˈnjuː.kli.ər.ɑːmd/
Η φράση "nuclear-armed" αναφέρεται σε ένα κράτος, φορέα, ή οντότητα που διαθέτει πυρηνικά όπλα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε συμφραζόμενα που σχετίζονται με στρατηγική, ασφάλεια και πολιτική, καθώς συνδέεται με την ικανότητα να διαθέτουν και να χρησιμοποιούν πυρηνικές δυνάμεις. Η συχνότητά της είναι μεγαλύτερη σε γραπτά κείμενα, όπως ειδήσεις και στρατηγικές αναλύσεις, αλλά ενδέχεται να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο όταν συζητούνται θέματα στρατηγικής ασφαλείας.
Nuclear-armed nations often engage in complex diplomatic negotiations.
Οι πυρηνικοί οπλισμένοι χώρες συχνά συμμετέχουν σε περίπλοκες διπλωματικές διαπραγματεύσεις.
The threat of nuclear-armed conflict raises concerns globally.
Η απειλή μιας πυρηνικά οπλισμένης σύγκρουσης προκαλεί παγκόσμιες ανησυχίες.
It is crucial to understand the implications of nuclear-armed states on international relations.
Είναι κρίσιμο να κατανοήσουμε τις συνέπειες των πυρηνικά οπλισμένων κρατών στις διεθνείς σχέσεις.
Η φράση "nuclear-armed" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εντοπίσουμε κάποιες σχετικές προτάσεις που αποδεικνύουν τη σημασία της:
Living under the shadow of nuclear-armed threats creates a unique tension in global politics.
Η ζωή κάτω από την απειλή των πυρηνικά οπλισμένων κρατών δημιουργεί μια μοναδική ένταση στην παγκόσμια πολιτική.
The arms race between nuclear-armed powers can destabilize entire regions.
Η κούρσα εξοπλισμών μεταξύ των πυρηνικά οπλισμένων δυνάμεων μπορεί να αποσταθεροποιήσει ολόκληρες περιοχές.
Policy decisions surrounding nuclear-armed capabilities impact national security strategies.
Οι πολιτικές αποφάσεις που αφορούν τις πυρηνικά οπλισμένες δυνατότητες επηρεάζουν τις στρατηγικές εθνικής ασφάλειας.
The existence of nuclear-armed rivals often leads to a delicate balance of power.
Η ύπαρξη πυρηνικά οπλισμένων αντιπάλων οδηγεί συχνά σε μια εύθραυστη ισορροπία δυνάμεων.
Η λέξη "nuclear" προέρχεται από τη λατινική λέξη "nucleus", που σημαίνει "πυρήνας". Η λέξη "armed" προέρχεται από το παλαιό γαλλικό "armer", που σημαίνει "οπλίζω". Σε συνδυασμό, η φράση "nuclear-armed" δηλώνει την έννοια του οπλισμού με πυρηνικά όπλα.
Συνώνυμα: - πυρηνικά οπλισμένος - οπλισμένος με πυρηνικά
Αντώνυμα: - μη πυρηνικός - χωρίς πυρηνικά όπλα