nuclear-capable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

nuclear-capable (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Επίθετο

Φωνητική μεταγραφή

/njuːklɪər ˈkeɪpəbl/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η έκφραση "nuclear-capable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει χώρες, στρατούς ή οπλικά συστήματα που έχουν τη δυνατότητα να κατασκευάσουν ή να χρησιμοποιήσουν πυρηνικά όπλα. Η χρήση της υλοποιείται κυρίως σε στρατηγικά και πολιτικά συμφραζόμενα, όταν αναφερόμαστε σε στρατιωτικές ικανότητες ή την πολιτική ασφαλείας διεθνώς.

Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε γραπτό λόγο, κυρίως σε στρατηγικές αναλύσεις, πολιτικές συζητήσεις και δημοσιεύσεις σχετικά με διεθνή σχέσεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The country has developed nuclear-capable missiles.
    (Η χώρα έχει αναπτύξει πυρηνικά ικανά βλήματα.)

  2. Many nations are concerned about nuclear-capable states in their region.
    (Πολλές χώρες ανησυχούν για τις πυρηνικά ικανές χώρες στην περιοχή τους.)

  3. The nuclear-capable aircraft can reach targets thousands of miles away.
    (Τα πυρηνικά ικανά αεροσκάφη μπορούν να φτάσουν στόχους χιλιάδες μίλια μακριά.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η έκφραση "nuclear-capable" συνδέεται συχνά με στρατηγικές συζητήσεις και δηλώσεις.

  1. To walk a fine line between nuclear-capable status and disarmament.
    (Να περιπατήσουμε σε μια λεπτή γραμμή μεταξύ της πυρηνικά ικανής κατάστασης και του αφοπλισμού.)

  2. The treaty aims to limit the number of nuclear-capable nations.
    (Η συνθήκη αποσκοπεί στον περιορισμό του αριθμού των πυρηνικά ικανών εθνών.)

  3. He argued that being nuclear-capable is a deterrent against potential adversaries.
    (Υποστήριξε ότι η ύπαρξη πυρηνικών ικανοτήτων είναι αποτρεπτική κατά των πιθανών αντιπάλων.)

  4. In a world of nuclear-capable countries, diplomacy is crucial.
    (Σε έναν κόσμο πυρηνικά ικανών χωρών, η διπλωματία είναι κρίσιμη.)

  5. The arms race is fueled by the desire to maintain nuclear-capable superiority.
    (Ο αγώνας εξοπλισμών τροφοδοτείται από την επιθυμία διατήρησης πυρηνικής υπεροχής.)

  6. Public opinion is divided on whether nuclear-capable statuses should be allowed.
    (Η δημόσια γνώμη είναι διχασμένη σχετικά με το αν πρέπει να επιτρέπεται η πυρηνικά ικανή κατάσταση.)

Ετυμολογία

Η λέξη "nuclear" προέρχεται από το λατινικό "nucleus" που σημαίνει "πυρήνας". Ο όρος "capable" προέρχεται από το λατινικό "capabilis", το οποίο σημαίνει "ικανός να δεχθεί ή να κάνει κάτι". Συνδυάζοντας τους δύο αυτούς όρους, δημιουργείται η έκφραση που υποδεικνύει την ικανότητα να χρησιμοποιεί κανείς πυρηνικά όπλα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - πυρηνικά ικανά (nuclear capable) - πυρηνικού τύπου (nuclear type)

Αντώνυμα: - πυρηνικά ανίκανα (non-nuclear capable) - αποπυρηνικοποιημένο (de-nuclearized)



25-07-2024