επίθετο
/ˈnuː.dɪˌkɔː.deɪt/
Η λέξη "nudicaudate" αναφέρεται σε ζωντανούς οργανισμούς, κυρίως σε διάφορα είδη ζώων ή φυτών που έχουν γυμνό ή απουσιάζον από ουρά ή τους προσδιοριστούς της. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο της βιολογίας, της ζωολογίας, και της παλαιοντολογίας.
Η χρήση της λέξης είναι σπάνια και συναντάται κυρίως κυρίως σε επιστημονικά και ακαδημαϊκά κείμενα, rather than in spoken contexts.
The nudicaudate amphibian species has adapted to its environment with unique features.
(Το γυμνόνυχο αμφίβιο είδος έχει προσαρμοστεί στο περιβάλλον του με μοναδικά χαρακτηριστικά.)
In paleontology, the discovery of nudicaudate fossils indicates significant evolutionary changes.
(Στην παλαιοντολογία, η ανακάλυψη γυμνόνυχων απολιθωμάτων δείχνει σημαντικές εξελικτικές αλλαγές.)
Η λέξη "nudicaudate" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, η έννοιά της μπορεί να συνδεθεί με άλλες επιστημονικές ή φυσικές αναφορές. Δεδομένου ότι είναι μια σχετικά συγκεκριμένη και σπάνια λέξη, οι ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη συγκεκριμένη λέξη είναι περιορισμένες.
Η λέξη "nudicaudate" προέρχεται από τα λατινικά "nudus" που σημαίνει "γυμνός" και "cauda" που σημαίνει "ουρά". Αυτή η λέξη συνδυάζει τις έννοιες των γυμνών ή απουσιώνων οργάνων.