nuisance animal: Ουσιαστικό (Noun)
/ˈnjuː.səns ˈæn.ɪ.məl/
Ο όρος "nuisance animal" αναφέρεται σε ζώα που προκαλούν ενοχλητικά προβλήματα ή βλάβες σε ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως καλλιέργειες, κατοικίες ή δημόσιους χώρους. Αυτά τα ζώα συχνά θεωρούνται ανεπιθύμητα ή επικίνδυνα, και μπορεί να περιλαμβάνουν ποντίκια, αρουραίους, σφήκες κ.ά.
Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε έγγραφα περιβαλλοντικής πολιτικής, επιστημονικές μελέτες ή άρθρα που σχετίζονται με τη διαχείριση των ειδών.
Nuisance animals can cause significant damage to crops.
Τα ενοχλητικά ζώα μπορούν να προκαλέσουν σημαντική ζημιά σε καλλιέργειες.
Many homeowners have to deal with nuisance animals invading their gardens.
Πολλοί ιδιοκτήτες σπιτιών πρέπει να ασχοληθούν με ενοχλητικά ζώα που εισβάλουν στους κήπους τους.
Local authorities have a plan to manage nuisance animals in the area.
Οι τοπικές αρχές έχουν σχέδιο για τη διαχείριση των ενοχλητικών ζώων στην περιοχή.
Ο όρος "nuisance animal" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να περιληφθεί σε προτάσεις που εκφράζουν την ενόχληση που προκαλεί ένα ζώο:
"The raccoon is a real nuisance animal at our picnic."
"Ο ρακούν είναι πραγματικά ένα ενοχλητικό ζώο στο πικ-νικ μας."
"In the city, stray cats can become nuisance animals for local residents."
"Στην πόλη, οι αδέσποτες γάτες μπορεί να γίνουν ενοχλητικά ζώα για τους κατοίκους."
"Farmers often complain about nuisance animals disrupting their farms."
"Οι αγρότες συχνά παραπονιούνται για ενοχλητικά ζώα που αναστατώνουν τις φάρμες τους."
Η λέξη "nuisance" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "nuisance", η οποία σημαίνει "βλάβη" ή "ενοχλητική κατάσταση", και αυτή από το λατινικό "noxius", που σημαίνει "επικίνδυνος" ή "βλαβερός". Ο όρος "animal" προέρχεται από το λατινικό "animalis", που σημαίνει "έχων ζωή", από το "anima", που σημαίνει "ψυχή" ή "ζωή".
Συνώνυμα: - pest animal (ζώο-παράσιτο) - problem animal (προβληματικό ζώο)
Αντώνυμα: - beneficial animal (ωφέλιμο ζώο) - helpful animal (βοηθητικό ζώο)